Ας γίνει περισσότερο απ’ όσο είναι γνωστό ότι ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (εκλεγείς στην θέση αυτή το έτος 1923) καταγόμενος από την Μάδυτο της Θράκης, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος δηλαδή, υπήρξε κάτοικος της πόλης μας, Χάλkης και 40 Εκκλησιών στην Νέα Μάδυτο η κατοικία του, από το έτος 1931 έως το 1938 – προγενεστέρως υπήρξε και τακτικός επισκέπτης αυτής, συν τοις άλλοις, και λόγω της παρουσίας στην πόλη μας του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του ΣΤ’ ως κατοίκου αυτής, της κατοικίας αυτού ευρισκομένης εις την Πλατείαν… Πατριάρχου. Την εκκλησία του Άη Γιάννη στην Νέα Μάδυτο την χρωστούμε στην αποφασιστική συνδρομή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, όπως και άλλα φυσικά.
Στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” θα κάνω τακτικά λόγο για τον Αρχιεπίσκοπό μας αυτόν, και τούτο διότι όλοι πρέπει να μάθουν για την προσωπικότητα και το έργο του που και σημαντικό είναι και με όχι μόνο πανελλήνια αλλά και παγκόσμια την ακτινοβολία – μια πρώτη γεύση μπορούν να πάρουν οι αναγνώστες διαβάζοντας όσα ακολουθούν, τα οποία είναι γραμμένα από τον Ακαδημαϊκό Δ.Σ. Μπαλάνο και δημοσιεύθηκαν την επαύριο του θανάτου του Αρχιεπισκόπου μας σε πρωινή εφημερίδα των Αθηνών, πριν 75 χρόνια περίπου.
“Προκειμένου περί νεκρού, όπως ο μεταστάς πρωθιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος, του οποίου ολόκληρος ο βίος διετέθη μετά τόσης αφοσιώσεως υπέρ της εκκλησίας και της επιστήμης, ουδείς καλής πίστεως και αμερόληπτος κριτής θα ηδύνατο να αρνηθή ότι ο θάνατός του είναι μεγίστη απώλεια τόσον δια την εκκλησίαν όσον και δια την επιστήμην, και συνεπώς δια το Έθνος.
Ο μέγας της εκκλησίας πατήρ Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εις το περίφημον σύγγραμμά του “περί ιερωσύνης”, τρία χαρακτηρίζει ως κύρια προσόντα του καλού ποιμένος, τον βίον, την μάθησιν και τον λόγον. Ο αοίδιμος πρωθiεράρχης επλήρου πλήρως και τας τρεις ταύτας απαιτήσεις. Ο βίος του αληθώς ηδύνατο να χρησιμεύση ως τύπος και υπόδειγμα χριστιανικού βίου. Πράος, μακρόθυμος,ανεξίκακος, μετριόφρων, απλούς, ευπρεπής, φιλάνθρωπος, ανώτερος παθών, ήτο, δια να μεταχειρισθώ έκφρασιν αρχαίου της εκκλησίας πατρός, “ανάκτορον σωφροσύνης, εστία φρονήσεως, ταμείον φιλανθρωπίας, τέμενος ημερότητος”. Είναι αληθές ότι ενίοτε εθεωρήθη η πραότης του ως αδυναμία, η ευγένειά του έλλειψις σθένους, η ανεκτικότης του αδιαφορία· αλλά δεν πρέπει να λησμονήται ότι εις πλείστας περιστάσεις αι ιδιότητες αύται, αι επιπολαίως και ως ελλείψεις χαρακτηριζόμεναι, ήσαν προσόντα της χριστιανικής του ψυχής, χάρις εις τα οποία, κατά τους ως επί το πολύ ανωμάλους χρόνους της αρχιεροσύνης του, προελήφθησαν μείζονα κακά. Ο αείμνηστος δεν εθεώρει εαυτόν ως δυνάστην εν τη εκκλησία, αλλ’ ως πρώτον εν τοις ίσοις, καίτοι είχε πλήρη επίγνωσιν των αναγκών της εκκλησίας και των απαραιτήτων μέτρων προς ανόρθωσιν αυτής, ουδέποτε διενοήθη να επιβάλη βία τας αντιλήψεις του, πριν η αύται ωριμάσουν εις την κοινήν συνείδησιν, την οποίαν εζήτει να διαφωτίση δια των συγγραφών και των λόγων του.
Με αληθώς χριστιανικήν υπομονήν φέρων αντιδράσεις και πολεμικάς, συνήθεις εις τους διαχειριζομένους μεγάλα και υπεύθυνα αξιώματα, εγνώριζε καλώς ότι ο ανώτερος άνθρωπος πρέπει “φιλοξενείν και φέρειν γενναίως τα δυσχερή”. Η ενεργός ιδία πρωτοβουλία του αοιδίμου ιεράρχου εις τα φιλανθρωπικά έργα της εκκλησίας και η άνευ διαφημίσεων, αλλ’ ευρυτάτη ατομική φιλανθρωπική του δράσις, αναδεικνύουν αυτόν και από ποιμαντικής απόψεως υπέροχον, εφ’ όσον η φιλανθρωπία είναι έν των κυριωτέρων καθηκόντων του καλού ποιμένος.
Ως επιστήμων ο αοίδιμος ιεράρχης ήτο μια των διαπρεπεστέρων μορφών της αναγεννηθείσης Ελλάδος. Καίτοι έχων τόσας ασχολίας ως αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, εύρισκεν καιρόν, ακαταπόνητος εις την εργασίαν και νυχθημερόν καταγινόμενος, όπως οι μεγάλοι της εκκλησίας πατέρες, εις πλουσιωτάτην κατά ποσόν και ποιόν επιστημονικήν θεολογικήν συγγραφικήν δράσιν και εκ της γραφίδος του προέρχονται περί τας 500 επιστημονικαί συγγραφαί, μελέται και βιβλιοκρισίαι. Εντριβής της κλασσικής παιδείας, βαθύς γνώστης, όσον ολίγοι, της βιβλικής και πατερικής φιλολογίας, κάτοχος πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών, ποιούμενος αρίστην χρήσιν των πηγών, προικισμένος με εξαίρετον οξύνοιαν και βαθύνοιαν, έγραψε συγγράμματα δια τα οποία σεμνύνεται η παρ’ ημίν θεολογική επιστήμη και άτινα ευμενέστερα εκρίθησαν υπό της παγκοσμίου κριτικής, ουκ ολίγα δε εξ αυτών μετεφράσθησαν εις πολλάς ξένας γλώσσας. Τοιουτοτρόπως το όνομά του κατέστη διεθνώς ευφημότατα γνωστόν, και ομολογώ ότι μεθ’ υπερηφανείας ήκουα πάντοτε ευρισκόμενος εις το εξωτερικόν, και προσφάτως εις το εν Λάρβικ της Νορβηγίας, συνέδριον, ξένους σοφούς και ιεράρχας μετά του βαθυτάτου σεβασμού και τιμής ομιλούντας περί του επιστημονικού έργου του Αρχιεπισκόπου μας, όστις είχε καταστή επιστημονική προσωπικότης διεθνούς κύρους. Τα στενά όρια της εφημερίδος δεν επιτρέπουν ανάλυσιν των έργων του, άτινα τα ποικιλώτερα των θεμάτων εξετάζοντα, περιστρέφονται κυρίως περί την ιστορίαν των εκκλησιών της Ελλάδος και των πατριαρχείων της Ανατολής, ως και περί τα ιστορικά πρόσωπα τα διαπρέψαντα εν αυτοίς. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος κατέλειπε και πλείστα ανέκδοτα έργα, χαρακτηριστικόν δε του ανδρός είναι ότι θνήσκων, κατ’ αυτάς τας τελευταίας ώρας του βίου του, εν μέσω αφορήτων πόνων, έδιδεν οδηγίας περί εκδόσεως της ανεκδότου ιστορίας του περί του πατριαρχείου της Αντιοχείας.
Και ο λόγος του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου ήτο εμβριθής και μεμετρημένος, άνευ πομπωδών ρητορικών εξάρσεων, εξήταζε μετά θετικότητος, σαφηνείας και ευφραδείας τα ζητήματα άτινα διεπραγματεύετο.
Δια την όλως εξαίρετον επιστημονικήν δράσιν, υπενθυμίζουσαν τους ευκλεείς χρόνους των μεγάλων της εκκλησίας πατέρων, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εθεωρείτο καύχημα του Πανεπιστημίου (Αθηνών), όπερ απένειμεν αυτώ, μόλις απεχώρησε της τακτικής καθηγεσίας, ίνα αναλάβη τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα, τον εις όλως εξαιρετικάς περιστάσεις και εις ένδειξιν υψίστης τιμής απονεμόμενον τίτλον του επιτίμου διδάκτορος [1923]. Ολίγον δε βραδύτερον [1926] άμα τη ιδρύσει της Ακαδημίας (Αθηνών), διωρίσθη μέλος αυτής, αξιωθείς ούτω της υψίστης επιστημονικής τιμής. Εν τη Ακαδημία ηκούετο πάντοτε μετά της βαθυτάτης προσοχής και τιμής ότε ανεκοίνου τας βαρυσημάντους ανακοινώσεις του ή ότε απήγγειλε πανηγυρικόν λόγον ή ότε εξέφερε την σοφήν του γνώμην κατά τας ιδιαιτέρας συνεδρίας.
Δια πάντας τους λόγους τούτους, δια το ήθος του ανδρός, την ευγένειαν των προθέσεών του, τας προσενεχθείσας εις την εκκλησίαν υπηρεσίας και τας πολυτιμοτάτας συμβουλάς του εις την επιστήμην, η απώλεια του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου δέον να θεωρηθή ως μεγίστη δυσαναπλήρωτος απώλεια δια την εκκλησίαν, την επιστήμην και το Έθνος”.
Οφείλω τώρα να σημειώσω ότι όσα παραπάνω καταχώρησα για τον Αρχιεπίσκοπό μας Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, γραμμένα από τον Ακαδημαϊκό Δ.Σ. Μπαλάνο, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα “Ελεύθερον Βήμα” στις 23 Οκτωβρίου 1938, στην πρώτη σελίδα, πλαισιωμένα από φωτογραφία του.
Κώστας Π. Παντελόγλου