Εις ανάμνησιν στιγμών νεανικών: Μια έρευνα της εφημ. “Η Αυγή” για το λαϊκό τραγούδι, στην πορεία για την αναγέννηση της Ελληνικής μουσικής (Μάρτιος 1961) .1

Με δυο γραφτά μου, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” στις 14 και 19 Οκτωβρίου 2013, έκανα λόγο για δυο εκδηλώσεις στην πορεία για την αναγέννηση της Ελληνικής μουσικής – η μία είχε πραγματοποιηθεί στις 5 Οκτωβρίου 1960 στην Λέσχη των Φιλελευθέρων από τον Σύλλογο Κρητών Σπουδαστών και η άλλη στις 27 Μαρτίου 1961 στο “Νέο Θέατρο” από τον Σύλλογο Φοιτητών Νομικής “Η Θέμις”.

Σ’ αυτό το γραφτό μου θα αναφερθώ σε μια έρευνα της εφημερίδας “Η Αυγή” για το λαϊκό τραγούδι, έρευνα που και αυτή εντάσσεται στην πορεία για την αναγέννηση της Ελληνικής μουσικής.

Λίγες μέρες πριν την εκδήλωση της “Θέμιδος” στο “Νέο Θέατρο”, στην “Αυγή” είχε ξεκινήσει η δημοσίευση απαντήσεων μερικών παραγόντων της πνευματικής και μουσικής ζωής του τόπου, από εκείνους που η εφημερίδα είχε απευθύνει ερωτηματολόγιο σχετικό με το λαϊκό τραγούδι (Μάρκος Αυγέρης, Δέσποινα Μαζαράκη, Μίκης Θεοδωράκης, Μανώλης Καλομοίρης, Αλέκος Ξένος) – αλλά και μετά την εκδήλωση της “Θέμιδος” δημοσίευσε η “Αυγή” απαντήσεις στο ερωτηματολόγιό της από παράγοντες στους οποίους όμως δεν το είχε απευθύνει (Τάσος Λειβαδίτης, Έλλη Παπαδημητρίου, Στάθης Δρομάζος), ενώ οι Μάριος Βάρβογλης, Μάνος Χατζηδάκης, Φοίβος Ανωγειανάκης, Γιάννης Ρίτσος και Αργύρης Κουνάδης δεν είχαν απαντήσει, παρ’ ότι είχαν λάβει το ερωτηματολόγιο.

Εδώ, κατ’ αρχήν, θα σταθώ στην απάντηση που έδωσε η Δέσποινα Μαζαράκη, διότι, κατά την γνώμη μου, είχε την σημασία της, θίγουσα καίριο ζήτημα:

“Μια απορία μού γεννήθηκε – απάντησε η Δέσποινα Μαζαράκη – σχετικά με τα πρόσωπα που εκλήθησαν να πάρουν μέρος στην συζήτηση: Ένα θέμα τόσο λαϊκό, πώς μπορεί να ερευνηθή όταν από την συζήτηση απουσιάζουν οι εκπρόσωποι του δημιουργού και τροφοδότη του τραγουδιού αυτού, του λαού δηλαδή; Και στην προκειμένη περίπτωση οι μόνοι εκπρόσωποί του είναι οι λαϊκοί πραχτικοί οργανοπαίχτες που βρίσκονται ενσωματωμένοι στο επαγγελματικό τους Σωματείο “Σύλλογος Μουσικών Αθηνών-Πειραιώς η Αλληλοβοήθεια” (Καφενείο “Μικρά Ασία”, οδός Αθηνάς 33). Ανάμεσα στα πρόσωπα που ερωτήθκαν πάνω στο θέμα δεν βλέπω να υπάρχει κανένα από τα ονόματα των μελών του Συμβουλίου του “Συλλόγου Μουσικών Αθηνών-Πειραιώς η Αλληλοβοήθεια”, ούτε το όνομα του Τσιτσάνη, ούτε το όνομα κανενός άλλου από αυτούς που διέπρεψαν στο ρεμπέτικο.

Νομίζω πως οι μόνοι που μπορεί να έχουν βαρύνουσα και έγκυρη γνώμη πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι αυτοί που ζουν, παίζουν και διατηρούν ακόμα τα δύο αυτά είδη μουσικής του λαού μας, δηλαδή την δημοτική και την λαϊκή (ρεμπέτικο). Οι γνώσεις των θα ήταν αποδοτικές και διαφωτιστικές για όλους μας”.

Άποψη σαφής, καθαρή, προσανατολιστική ενεργειών σε ορθή κατεύθυνση – η περιεχόμενη στην απάντηση της Δέσποινας Μαζαράκη – έπαιξε τον ρόλο της στην διαμόρφωση νέων του ’60, τους βοήθησε στην σωστή εκτίμηση των πραγμάτων, απετέλεσε θεμέλιο ισχυρό στην προσπάθειά τους συλλογής μαρτυριών από τους ανθρώπους του ρεμπέτικου, του λαϊκού τραγουδιού – τόσο με την πρωτοδημοσίευσή της στην “Αυγή” στις 23 Μαρτίου 1961, όσο και αργότερα, φθίνοντος του 1961, με την συμπερίληψή της στο βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη “Για την Ελληνική Μουσική” μαζί και με τις άλλες απαντήσεις που είχαν δημοσιευτεί στην “Αυγή”.

leivaditis

Προσθέτω πως στο υστερόγραφο στην δική του απάντηση, που δημοσιεύθηκε στην “Αυγή” στις 28 Μαρτίου 1961, ο Τάσος Λειβαδίτης σημείωσε: “Δεν θα ήθελα να τελειώσω, πριν συμφωνήσω κι’ εγώ απόλυτα με την άποψη της κ. Μαζαράκη. Στην έρευνα πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν όλοι οι λαϊκοί μουσικοί δημιουργοί. Οι απόψεις τους, είμαι βέβαιος, πως θα προσφέρουνε πολλά”.

Ο Τάσος Λειβαδίτης στην δική του απάντηση δεν επιχειρηματολογεί μόνο, θετική στάση κρατώντας έναντι του λαϊκού τραγουδιού, αλλά κάνει λόγο για κίνημα “ανυπολόγιστης σημασίας για την εξυγίανση της μουσικής ζωής στον τόπο μας”, και καταλήγει σημειώνοντας: “Προσωπικά πιστεύω πως αρχίζει μια καινούργια, πολύ σημαντική περίοδος για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι”.

Όμως και δυο-τρία σημεία από την απάντηση του Τάσου Λειβαδίτη θα ήθελα να καταχωρήσω εδώ στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, κι ας έχουν περάσει έκτοτε πάνω από 52 χρόνια, και τούτο διότι έχουν και αυτά την αξία τους:

“… το λαϊκό τραγούδι της πόλης είναι το πιο εκσυγχρονισμένο είδος ελαφράς νεοελληνικής μουσικής, γιατί εκφράζει τα βάσανα και τους καημούς του ελληνικού λαού τα τελευταία σαράντα χρόνια, μα και το πιο ανόθευτο (εννοείται – απ’ τις άλλες εκδηλώσεις της ελαφράς μουσικής) γιατί είναι βγαλμένο κατ’ ευθείαν από την ελληνική μουσική παράδοση και συγκεκριμένα απ’ την βυζαντινή” – αυτό είναι το πρώτο σημείο από την απάντηση του Τάσου Λειβαδίτη στην έρευνα της “Αυγής” για το λαϊκό τραγούδι, που θέλω να καταχωρήσω.

Το δεύτερο σημείο είναι το ακόλουθο: “… και το λαϊκό τραγούδι έχει να μας προσφέρει πάμπολλα δημιουργήματα γεμάτα πάθος και αλήθεια. Τι τραγουδάνε τα περισσότερα; τον πόνο της ζωής, την φτώχεια, τον πόνο του έρωτα, της μάνας, της ξενητειάς κλπ. “Κάποια μάνα αναστενάζει / μέρα-νύχτα ανησυχεί / το παιδί της περιμένει / πούχει χρόνια να το δει. / Μέσα στην απελπισιά της / κάποιος την πληροφορεί / ότι ζει το παλληκάρι κι’ οπωσδήποτε θαρθεί”. Απ’ τις πιο γνήσια ανθρώπινες, απ’ τις πιο δραματικές μελωδίες που έχω ακούσει. Πώς αλλοιώς θάνοιωθε μια μάνα που ο γυιός της είναι μακρυά, στον πόλεμο ή στην ξενητειά, πώς αλλοιώς απ’ ό,τι αυτό το τραγούδι μας υποβάλλει;”.

Και τώρα το τρίτο σημείο από την απάντηση του Τάσου Λειβαδίτη στην έρευνα της “Αυγής” (28 Μαρτίου 1961) που καταχωρώ εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”: “Δεν έχω καμμιά αντίρρηση ότι το λαϊκό μας τραγούδι πρέπει ν’ αποκτήσει ένα μεγαλύτερο πλάτος, να συμπεριλάβει πλήθος ακόμα συναισθήματα, θέματα κλπ. Μα ήδη, και με την βοήθεια της ποίησης, αυτό κάνει. Κι’ η “ανάταση” θάρθει. Με τον καιρό όμως. Στην τέχνη είναι γνωστό, πόσο αργούν να επιδράσουν οι μεταβολές που έχουν ήδη συντελεστεί σε άλλες περιοχές. Εξ άλλου οι μουσικοί δημιουργοί που συνεχίζουν και ανανεώνουν σήμερα την λαϊκή μας μουσική, δεν στέκονται μόνο στο λαϊκό τραγούδι της πόλης. Αντλούν κι’ από άλλες πηγές: απ’ τους νησιωτικούς χορούς, απ’ τα δημοτικά μοιρολόγια, ακόμα κι’ απ’ την ζακυνθινή καντάδα. Ολόκληρη η μουσική μας παράδοση βρίσκεται, αυτή την στιγμή, θα μπορούσα να πω “επί ποδός” έτοιμη να μπολιάσει αυτή την καινούργια μορφή του νεοελληνικού λαϊκού τραγουδιού”.

Τελειώνει εδώ το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – το δεύτερο μέρος αυτού του γραφτού θα δει το φως της δημοσιότητας αύριο και πάλι από τον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”.

Κώστας Π. Παντελόγλου