Image

Για τα παιδιά των προσφύγων

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΤΗΣ ΑΕΚ

Το ποδοσφαιρικό σωματείο Πέρα Κλουμπ φωτογραφίζεται το 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Αθλητές και αυτού του σωματείου, που έδρευε στην περιοχή του Ταξίμ, αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά της αθηναϊκής ΑΕΚ. Στο κέντρο της μεσαίας σειράς, ο Κώστας Νεγρεπόντης, από τους πρώτους σταρ της ποδοσφαιρικής Ένωσης.

Η Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ) ιδρύθηκε τον Μάη του 1924 στο κέντρο της Αθήνας από μια ομάδα αθλητικών παραγόντων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι σκόπευαν να συνεχίσουν εδώ τις δραστηριότητες που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν μετά το τέλος του μικρασιατικού πολέμου. Βασικός στόχος τους ήταν να αξιοποιήσουν τους αθλητές που είχαν μείνει άστεγοι μετά τη βίαιη εκτόπισή τους προς την Ελλάδα.

Την εποχή εκείνη υπήρχαν λιγοστοί οργανωμένοι χώροι άθλησης. Ένας από τους στόχους του νεότευκτου σωματείου, σύμφωνα με το καταστατικό του, ήταν και η εξεύρεση «καταλλήλου γηπέδου (σ.σ. δηλαδή οικοπέδου) πρός ἐγκατάστασιν Γυμναστηρίου, ὅπου θά ἀσκοῦνται εἰς πάντα τά εἴδη καί συστήματα ἀθλήσεως καί γυμναστικῆς τά μέλη τοῦ Συλλόγου».

Από νωρίς, οι παράγοντες του σωματείου επιδίωξαν την εξασφάλιση ενός χώρου που θα μπορούσαν να στεγαστούν οι πρώτες δραστηριότητες, που ήταν ο στίβος, το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Ωστόσο, οι πρώτες προπονήσεις της ποδοσφαιρικής ομάδας της ΑΕΚ έγιναν σε δημόσιο χώρο, στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ο προσφυγικός χαρακτήρας της ομάδας δεν μπορούσε παρά να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφάλιζε την έδρα της. Σύμφωνα με τον Πάνο Μακρίδη (Ἡ ἱστορία τῆς ΑΕΚ, Ἔκδοσις ἐφημερίδος «Ἀθλητική Ἠχώ», Ἀθῆναι 1953, σελ. 28-30), «γύρω στά 1926 μέ πρωτοβουλία τοῦ κ. Ι. Χρυσάφη πού ἦταν σύμβουλος τῆς ΑΕΚ καί μέλος τῆς “Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς Στεγάσεως Προσφύγων” ἔγιναν ἐνέργειες στό Ὑπουργεῖο Προνοίας καί παραχωρήθηκε στήν Κεντρική Ἐπιτροπή Στεγάσεως ἕνας δενδροφυτευμένος καί ἀνώμαλος χῶρος στήν Φιλαδέλφεια. Ἡ Ἐπιτροπή χαρακτήρισε τόν χῶρο σάν γυμναστήριο – μελλοντικό βέβαια – γιά τά παιδιά τῶν προσφύγων. […] Τόν καιρό ὅμως ἐκεῖνο ὁ συνοικισμός Ν. Φιλαδέλφειας προχωροῦσε καί ἦταν κίνδυνος ἂν δέν μετατρέπονταν ὁ χῶρος σέ πραγματικό γυμναστήριο νά καταληφθῆ ἀπό τούς οἰκιστᾶς. Οἱ Ἀεκτζῆδες φίλαθλοι καί ποδοσφαιρισταί ἐμπρός στόν κίνδυνο πῆραν μία πραγματικά ἱστορική ἀπόφασι. Μαζεύθηκαν ἕνα βράδυ, καμμιά ἑκατοσταριά, μέ τσεκούρια, φτιάρια, μαχαίρια καί ξύλα καί δουλεύοντας ἀδιάκοπα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ὡς τό πρωί, ξερρίζωσαν ὅλα τά δένδρα. […] Ὕστερα, μέ ἐθελοντική κυρίως ἐργασία βάλθηκαν νά δώσουν στό χῶρο κάποια μορφή γηπέδου. Χρησιμοποιώντας τήν πέτρα πού περίσσευε ἀπό τά ὑλικά τῶν ἐργολάβων πού ἔκτιζαν τά προσφυγικά σπίτια, ὕψωσαν μία πρόχειρη μάνδρα. […] Ἔτσι, μέ τό τίποτε, ὅπως στά παραμύθια, ἐκεῖ πού ἄλλοτε βρισκόταν ἕνα ἀνώμαλο κατάφυτο ὕψωμα ξεπρόβαλε “ὡς διά μαγείας” ἕνα τεράστιο γήπεδο».

Σύμφωνα με άλλες πηγές, η παραχώρηση της έκτασης του Ποδονίφτη στην ΑΕΚ έγινε τυπικά το 1929, κατόπιν προσωπικής παρέμβασης του δημοσιογράφου της Κωνσταντινούπολης και πρώτου προέδρου του σωματείου Κωνσταντίνου Σπανούδη στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Πάντως ο Σπανούδης, που το 1932 άφησε την προεδρία της ΑΕΚ για να γίνει βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, είναι εκείνος που πιστώνεται ως πρόεδρος του σωματείου με τα επίσημα εγκαίνια του νέου γηπέδου, στις 2 Νοεμβρίου 1930. Ο λόγος του, μάλιστα, σύμφωνα με το Ελεύθερον Βήμα της επόμενης ημέρας, ήταν «πολύ μακρύς καί πολύ φιλοπόλεμος».

Το γεγονός των εγκαινίων δεν πέρασε απαρατήρητο από τον τύπο. Βρισκόμαστε στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, ενώ στην Ελλάδα οι πληγές του  μικρασιατικού δεν έχουν ακόμη κλείσει και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις καλά κρατούν. Ο ποδοσφαιρικός κόσμος είναι χωρισμένος σε δυο στρατόπεδα. Όπως γράφει η Βραδυνή, προαναγγέλλοντας τα εγκαίνια του γηπέδου στον Ποδονίφτη, «[τ]ό μικρόβιον τῆς πολιτικῆς δέν ἦτο δυνατόν νά μή προσβάλη καί τούς διοικοῦντας τά διάφορα ποδοσφαιρικά σωματεῖα. Ἔτσι μίαν ὡραίαν πρωΐαν ὁ ποδοσφαιρικός κόσμος καί μαζύ τοῦ ὁ φίλαθλος βρέθηκε χωρισμένος εἰς κόμματα… ποδοσφαιρικά καί ἐξηναγκάζετο εἰς ἕνα θανάσιμον ἀλλοεξοντωτικόν πόλεμον. Καί σήμερον αἱ Ἀθῆναι καί ὁ Πειραιᾶς εὑρίσκονται χωρισμένοι εἰς δύο μεγάλα ποδοσφαιρικά κόμματα. Τοῦ Ὀλυμπιακοῦ-Α.Ε.Κ. καί τοῦ Παναθηναϊκοῦ-μικρῶν Σωματείων Πειραιῶς καί Ἀθηνῶν. Κόμματα τῶν ὁποίων ὁ συναγωνισμός ἔφθασεν εἰς τό ἀπροχώρητον». Και αφού ο συντάκτης εκφράζει την λύπη του που το φίλαθλο κοινό παρακολουθεί μόνο τους αγώνες της ομάδας που υποστηρίζει, καταλήγει: «[Η] πολιτική τῶν παραγόντων ἄλλα ζητεῖ. Τήν οἰκονομικήν ἐξάντλησιν μίας τῶν δύο παρατάξεων. Καί αὐτή δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν αὐθόρμητον ἐκδήλωσιν τῶν φιλάθλων μαζῶν πρός κάθε ἐξαιρετικόν ἀγωνιστικόν ποδοσφαιρικόν γεγονός πότε τῆς μίας καί πότε τῆς ἑτέρας τῶν παρατάξεων».

Όπως γίνεται αντιληπτό, αν και το ποδόσφαιρο ήταν τότε νεαρό και ερασιτεχνικό, το ζήτημα των εσόδων των σωματείων βρισκόταν ήδη στο προσκήνιο. Η Εσπερινή γράφει την επομένη των εγκαινίων: «Ἤδη διά τῆς ἱδρύσεως καί ἑτέρου ἀκόμη γηπέδου τά εἰσιτήρια τῶν γηπέδων πρέπει νά μειωθοῦν διά νά δύνανται νά παρακολουθοῦν τούς ἀγώνας κάθε τάξεως φίλαθλοι. Ἡ Ἕνωσις λοιπόν Κων/πόλεως πρέπει νά συντελέση πρός τοῦτο δίδουσα πρώτη τό παράδειγμα καί καθορίζουσα τιμᾶς λαϊκᾶς εἰς τό γήπεδόν της. Ἐπ’ οὐδενί δέ λόγω νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ἔχει καταβάλει ἔξοδα δι’ αὐτό, διότι καί ὁ Παναθηναϊκός δέν ἔχει ἐξοδεύσει ὀλιγώτερα διά τό γήπεδόν του. Τότε μόνον ἡ Ἕνωσις θά ἐκτελέση καθ’ ὅλα τόν καθαυτό ἀθλητικόν της προορισμόν. Τά γήπεδα πρέπει νά ἔχουν λαϊκᾶς τιμᾶς διά νά εἰσέρχωνται καί προπονοῦνται, γυμνάζονται καί παρακολουθοῦν ἀγώνας κάθε τάξεως νέοι καί νά μή ἀποτελοῦν τοῦ λοιποῦ μέσα χρηματισμοῦ τῶν κατόχων τῶν συλλόγων».

Πάντως, αρκετές χιλιάδες φίλαθλοι έφτασαν ως στον Ποδονίφτη για να δουν όρθιοι τον φιλικό αγώνα ΑΕΚ-Ολυμπιακού, εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα. Πρόκειται για πρωτόγνωρο γεγονός για τον νεαρό προσφυγικό συνοικισμό, όπως γράφει και το Ελεύθερον Βήμα την επομένη: «Οἱ κάτοικοι τοῦ Ποδονίφτη δέν φαίνεται νά ἐκατάλαβαν χθές μεγάλα πράγματα, καί ἴσως νά μή μπορέσουν ἀκόμη νά ἐξηγήσουν τί εἶνε ἐκεῖνο πού ἔκαμε τόσους ἀνθρώπους, τόσες κυρίες καί δεσποινίδες, νά ἐκκινήσουν ἀπό τάς Ἀθήνας καί τόν Πειραιά καί νά ἐπισκεφθοῦν τόν συνοικισμόν τῶν. Καί δέν ἐκατάλαβαν, διότι ἡ τελετή τῶν ἐγκαινίων τοῦ γηπέδου τῆς “Ἐνώσεως” ἔδιδε οἰκογενειακόν χαρακτήρα εἰς τήν συνάντησιν “Ὀλυμπιακού”-“Ἐνώσεως”. Ἀλλά δέν θά ἀργήσουν νά καταλάβουν, καί ὅταν καταλάβουν, δέν θά ἀργήσουν νά χρωματισθοῦν… Ἤδη οἱ ταράτσες τῶν πλησιεστέρων σπιτιῶν ἤσαν γαρνιρισμένες μέ περιέργους πού φαίνονταν νά μελετοῦν περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται. Αὔριον ἡ περιέργεια θά μεταβληθῆ εἰς ἐνδιαφέρον καί τό ἐνδιαφέρον, ὅσον ὁ “προσβληθείς” ἐξελίσσεται, θά ἀνέρχεται τά σκαλοπάτια ἕως ὅτου φθάση εἰς τήν κορυφήν – βλέπε φανατισμόν, “ἔξω ρέφερη καί τά ρέστα” – καί τότε ὁ συνοικισμός θά ἀλλάξη ἀσφαλῶς ὄψιν…».

π.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Χαμπέρι, φύλλο 2, Ιούλης 2013, σελ. 2.