Image

Για το Τατόι χωρίς βασιλιά (1924-1935) και άλλα τινά

Ας αρχίσω από τα “άλλα τινά”…

Έχω τη γνώμη πως οφείλει να μας απασχολήσει και ο περίγυρος της πόλης μας – η φωτιά στη Βαρυπόμπη και το Τατόι φέτος, το βιομηχανικό ατύχημα στις Κουκουβάουνες (Μεταμόρφωση) πέρσι, μάς υπογραμμίζουν πως είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία με τον περίγυρο, που αν μη τι άλλο περιλαμβάνει και τις Αχαρνές (το Μενίδι δηλαδή), αλλά και τον Πύργο της Βασιλίσσης (Πάρκο Τρίτση), τα Πατήσια και την Πατησίων και τη Νέα Ιωνία.

Μια διαδημοτική συνεργασία επιβάλλεται θαρρώ, στηριγμένη καταρχήν στην καλή γνώση των επιμέρους και μάλιστα σε βάθος χρόνου – η διαδημοτική συνεργασία έχει κριθεί ήδη αναγκαία με σημείωμα που υπέγραφε ο π. και δημοσιεύθηκε στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” σχετικά με τον κορονοϊό.

Και τώρα για το Τατόι χωρίς βασιλιά…

Βρέθηκε το Τατόι χωρίς βασιλιά μια εντεκαετία (1924-1935). Ποια ήταν η τύχη του; “Αντίθετα από ό,τι θα μπορούσε να αναμένει κανείς υπήρξε εξαιρετική, καθώς η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας … είχε την αναγκαία ποιότητα, ώστε να αναγνωρίσει την ποικίλη σημασία του πρώην βασιλικού κτήματος και να μεριμνήσει χωρίς χρονοτριβή για την προστασία καιε πανάχρησή του”, έχει σημειώσει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του Τατόι, περιήγηση στον χώρο και τον χρόνο, Εκδόσεις Καπόν, τρίτη έκδοση 2019, σελ. 126. “Χαρακτηριστικό, επίσης, του πολιτισμένου κλίματος της εποχής”, συμπληρώνει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, “ήταν το γεγονός ότι στα μνήματα του Γεωργίου και του Αλέξανδρου συνέχισε καθόλη την περίοδο της αβασίλευτης να καίει καντήλι και να φρουρεί στο φυλάκιο, στο Παλαιόκαστρο, ένας φρουρός” (βλ. σελ. 128).

Τα του κτήματος Τατοΐου ρύθμιζει ο Νόμος 3213/1924, “αποσκοπώντας αφενός στη διατήρηση της σχετικής θεσμικής του αυτοτέλειας καθώς και της μοναδικής φυσιογνωμίας του και αφετέρου στην εξέλιξή του, ώστε να καταστεί μια πρότυπη δασική και γεωργική εκμετάλλευση. Το σύνολο του προσωπικού του κτήματος παρέμεινε στη θέση του, με την στο εξής ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου”, προσθέτει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος (βλ. σελ. 127).

Από το πλήθος των πληροφοριών που περλαμβάνει το βιβλίο που επικαλέστηκα σημειώνω εδώ ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης ουδέποτε κατοίκησε στο Τατόι, ενώ ο Αλέξανδρος Ζαΐμης έμεινε μερικούς μήνες. Η βασιλική έπαυλη λειτουργούσε ως άτυπο μουσείο της βασιλικής δυναστείας, ανοιχτό στο κοινό ορισμένες ημέρες και ώρες την εβδομάδα, ενώ σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς της εποχής, το Τατόι παρουσιάζεται ως ένα από τα κύρια αξιοθέατα της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών.

Αυτός που πέτυχε το θαύμα, να μεταβάλλει το Τατόι σε επικερδή επιχείρηση, ήταν ο δασολόγος Βασίλειος Δρούβας, ο οποίος το 1925 διορίστηκε ως δασικός διευθυντής και το 1926 ως ο μοναδικός διευθυντής. “Έσοδα εισέπραττε από τα προϊόντα των διαφόρων καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας”, σημειώνει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, κι ακόμη “από ενοικιάσεις κτιρίων σε παραθεριστές ή αγρών σε γεωργούς, από το ξενοδοχείον “Τατοΐου”, από την ταβέρνα “Το ανακτορικόν δάσος”, ακόμη και από απλές άδειες διελεύσεως ή από πρόστιμα για παράνομη ξύλευση, θήρα ή βοσκή…” (βλ. σελ. 132).

Τελειώνω το σημερινό σημείωμα για το Τατόι, που δεν θα μείνει χωρίς συνέχεια, με ορισμένα που συν τοις άλλοις τα κρίνω και επίκαιρα, όπως ακριβώς τα γράφει στο βιβλίο του ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος: “Το πάθος του Δρούβα ήταν το Δάσος. Η επιστημονική του δεινότητα, η εμπειρική του γνώση και το μεράκι του για την ανάπτυξη και την προστασία του Δάσους φαίνονται στο σύγγραμμά του Η καταστροφή των Δασών εκ πυρκαϊών και η αναδάσωσις αυτών, γραμμένο το 1934, με αφορμή την πυρκαγιά στο Τατόι της 6ης Σεπτεμβρίου 1931 που έκαψε 9.000 στρέμματα Δάσους. Διατρέχοντας τις σελίδες του βλέπομε λ.χ. ότι καταπολέμησε τη διάβρωση του εδάφους μέσω της κατάλληλης φύτευσης. Αντιμετώπισε δε τον κίνδυνο πυρκαγιάς ιδρύοντας το Παρατηρητήριο στο Κατσιμίδι, καθαρίζοντας επιμελώς το Δάσος, διαπλατύνοντας τις αντιπυρικές ζώνες του Βάισμαν από 10 στα 60 μέτρα και φυτεύοντας σε “στρατηγικά” σημεία, όπως π.χ. κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής ή διαχωρίζοντας εκτάσεις φυτεμένες με χαλέπια πεύκη, τριπλές σειρές κυπαρισσιών, δεδομένου ότι το κυπαρίσσι προσβάλλεται δυσκολότερα από τη φωτιά…” (βλ. σελ. 132-133).

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text