Image

“Μικρασιατικής καταγωγής”

Απέκτησα συνείδηση της μικρασιατικής μου καταγωγής αρκετά νωρίς. Οι γιαγιάδες μου δεν έκρυβαν πως ήταν χαρούμενες που ήταν Σμυρνιές, Μπουτζαλιές κι οι δυο για την ακρίβεια, από έναν τόπο γεμάτο αμπέλια κι ελιές, νερά και πρασινάδες, κατοίκους κοσμοπολίτες, ελληνικά και ξένα σχολεία. Ο ένας μας παππούς πάλι θυμόταν με τρυφερότητα τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων («το σπίτι μας ήταν ψηλό, γωνιακό, στον πρώτο παράλληλο του “Και”, προς τα δεξιά αν έχεις την πλάτη στη θάλασσα»). Όσο για το επώνυμό μας, εκείνο φανέρωνε την άλλη μας καταγωγή, εκείνη του παππού μας από την Κωνσταντινούπολη, από το μυθικό για μας Μάλτεπε, απέναντι απ’ τα Πριγκηπονήσια. Οι μνήμες αυτές υπήρχαν ζωντανές στην οικογένεια, και συζητιούνταν. Όχι τόσο η καταστροφή, όσο οι αναμνήσεις από μέρες ξέγνοιαστες και χαρούμενες, τις μέρες «πριν».

Στη γλώσσα μου επίσης υπήρχαν λέξεις όπως «τζιράνι» ή «ντελβές» που οι φίλοι έβρισκαν αλλόκοτες – βλέπετε η καταγωγή μου ήταν αμιγώς μικρασιατική, πραγματικά δεν ήξερα ότι έπρεπε να πω «γεράνι» ή «κατακάθι» (λέξη που για μένα είχε άλλο χαρακτήρα κοινωνιογλωσσικά, αναφερόμενη μεταφορικά σε άνθρωπο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά). Όταν ξεκίνησα να διδάσκω τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα, δυο φίλες μου αγαπημένες με ρώτησαν γελώντας, σε διαφορετική στιγμή η καθεμιά: «Τα δικά σου τα ελληνικά θα τους διδάξεις ή τα κανονικά;». Με κάποιο τρόπο επομένως δεν ήμουν εντελώς κανονική, ήτοι δε μιλούσα το πελοποννησιακό ιδίωμα, που είχε κατά κύριο λόγο επικρατήσει στην Αθήνα μετεπαναστατικά – και μεταπολεμικά, χωρίς ωστόσο να συνειδητοποιώ κιόλας ότι έκανα κάτι διαφορετικό.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η μικρασιατική μου καταγωγή συνδέθηκε επίσης σε όλη τη ζωή μου με τη φράση «Εμείς δεν έχουμε χωριό». Βλέπετε κάθε Πάσχα, συχνά και τα Χριστούγεννα και το καλοκαίρι, διατυπωνόταν η ίδια πάντα ερώτηση από συμμαθητές και συμμαθήτριες αρχικά, συμφοιτήτριες και συμφοιτητές αργότερα, και από πλήθος συναδέλφους στη συνέχεια: «Πού θα πας τώρα στις διακοπές, στο χωριό;» . «Δεν έχω χωριό», απαντούσα – και έτσι εξακολουθώ να απαντώ. «Και πώς δεν έχεις, μη μας πεις πως είσαι βέρα Αθηναία εσύ!», η συνήθης λιγάκι ειρωνική παρατήρηση. «Είμαι Αθηναία, αφού εδώ γεννηθήκαμε κι εμείς και οι γονείς μας. Όμως είμαστε Μικρασιατικής καταγωγής, από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη».

Ακόμη πιο ενδιαφέροντα ήταν τα σχόλια για το επώνυμο. Το Παντελόγλου ηχούσε – και ηχεί – πολύ ανατολίτικο. «Και τι σημαίνει αυτό το -όγλου;». «Ο γιος ή η κόρη του Παντελή». «Α, είναι τούρκικο, ε;». «Η κατάληξη ναι, σημαίνει, ό,τι και το -όπουλος, το -ίδης ή το -άκης». «Θα μπορούσατε να λέγεστε Παντελίδου, Παντελοπούλου ή Παντελάκη», μου επισήμαινε επίμονα ένας καθηγητής του Αθήνησι Πανεπιστημίου κάθε φορά που με συναντούσε. «Ναι, αλλά λέγομαι Παντελόγλου. Κατάγομαι από την Κωνσταντινούπολη και η προγιαγιά μου δεν άλλαξε επίθετο ερχόμενη εδώ», απαντούσα σταθερά και με χαμόγελο εγώ. Διδάσκοντας τα ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα επί χρόνια, βλέπω συχνά τους μαθητές και τις μαθήτριές μου, πρόσφυγες, μετανάστριες ή μετανάστες να υφίστανται τα ίδια.

Το χιούμορ σχετικά με το επώνυμο διαδέχτηκε τα υβριστικά σχόλια που υπέστησαν οι μικρασιάτισσες και οι μικρασιάτες πρόσφυγες πρώτης, δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Γυναίκες κυρίως η πρώτη γενιά, μια και λίγοι ήταν οι άντρες που κατόρθωσαν να πατήσουν τα εδώ χώματα. Γυναίκες χήρες, ορφανές, βασανισμένες, που επέδειξαν αγωνιστικότητα πέρα από την καρτερία, κι έφεραν μαζί τους όλο τους τον πολιτισμό μαζί με γέλιο, τραγούδι, αγκαλιές και πολλά πολλά κεράσματα. «Στο μάθημα των αγγλικών κάποτε στο κέντρο, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, όταν ο καθηγητής μας άνοιξε μια συζήτηση σχετικά με την καταγωγή κι εγώ αναφέρθηκα στη δική μου, ένας συμμαθητής μου με αποκάλεσε τουρκόσπορο», μου είχε πει η μητέρα μου, «κι άναψε μεγάλος καβγάς, ξεσπάθωσα εγώ». Μεγαλωμένη σε μικρασιατοπροσφυγική γειτονιά, κοπελίτσα στα δεκάξι ή τα δεκαεφτά, δεν είχε βιώσει ως τότε ρατσισμό, ούτε και διανοούνταν πως η καταγωγή για την οποία η ίδια ήταν περήφανη θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή τέτοιων σχολίων. «Πώς σκέφτηκε να μου πει κάτι τέτοιο ένα τόσο νεαρό παιδί; Θα πρέπει να το είχε ακούσει από την οικογένειά του», μου σχολίασε αργότερα.

Μετά από όλο αυτό το αίσθημα διαφορετικότητας που με ακολουθούσε σχετικά με το επώνυμο, την πρώτη φορά που ταξίδεψα στη Θεσσαλονίκη και είδα τόσα -όγλου σε επιγραφές μαγαζιών στην αγορά, ένιωσα ομολογώ μια ευχάριστη έκπληξη, κι ας γνώριζα την ιστορία και την πληθυσμιακή σύνθεση της συμπρωτεύουσας…

Στο πέρασμα του χρόνου, η Μικρασία άρχισε ωστόσο  να αποκτά χαρακτήρα γραφικό. Οι γυναίκες της Σμύρνης ήταν μάγισσες, η κουζίνα και η μουσική της μύθος, τα πιο πρόσφατα λογοτεχνικά βιβλία που άγγιζαν αυτές τις πλευρές έκαναν συχνά επιτυχία. Αυτή η γραφική όψη της καταγωγής μας, όταν δε μου ήταν αδιάφορη, μου ήταν κάπως ενοχλητική χωρίς να μπορώ να περιγράψω το γιατί, ίσως επειδή μου θύμιζε καρτ ποστάλ με ανεμόμυλους και γάτες για την περιγραφή των Κυκλάδων.

Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά, εκείνη της επιστημονικής μελέτης και της προσπάθειας διάσωσης της μνήμης, που ξεκίνησε ευτυχώς από νωρίς και από ξεχωριστούς ανθρώπους και θεσμούς, όπως η Μέλπω Μερλιέ και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, η Έλλη Παπαδημητρίου με τη συγκέντρωση προφορικών μαρτυριών στον «Κοινό Λόγο» της, η Βιβλιοθήκη και το αρχείο της Εστίας Νέας Σμύρνης και άλλες προσπάθειες, που είχαν νόημα, είχαν και διάρκεια. Στον δικό μας Κόσμο της Νέας Φιλαδέλφειας μπορεί να βρει κανείς πλήθος δημοσιεύματα που αφορούν τις μικρασιατικές πατρίδες, τον μικρασιατικό Τύπο, τα σχολεία, την οικονομία, τη θρησκεία, την πολιτική, κείμενα επιλεγμένα κι επιμελημένα από τον πατέρα μας τον Κώστα Παντελόγλου, ακούραστο ερευνητή και μελετητή, που ασχολήθηκε συστηματικά με πρόσωπα και πράγματα (όχι μόνο) της μικρασιατικής ιστορίας ως το τέλος, που ήρθε τρεις μήνες πριν. Υπάρχουν και ολοκληρωμένα έργα του που αφορούν τη μικρασιατική ζωή, θα δουν κι αυτά κάποια στιγμή λίγο λίγο το φως, ίσως όταν περάσουν οι εορτασμοί.

Γιατί βλέπετε ήρθε η φετινή χρονιά. Δεν μπορείς να την πεις εορταστική, γιατί πώς να γιορτάσεις μια καταστροφή, τόσες χαμένες ή κατεστραμμένες ψυχές, την απώλεια της μικρασιατικής μας ζωής πριν 100 χρόνια και μετά από τόσες χιλιετηρίδες; Η Μικρασία φέτος αποτέλεσε το θέμα ομιλιών, εκθέσεων, θεατρικών και μουσικών παραστάσεων, πλήθους εκδηλώσεων με τοπικό ή ευρύτερο χαρακτήρα. Ουσιαστικό ενδιαφέρον όμως για τους τόπους στους οποίους έφεραν τη ζωή τους οι μικρασιάτες πρόσφυγες και όπου ζουν πολλά από τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους δεν είδαμε. Η γειτονιά μάλιστα η δική μας, η Νέα Φιλαδέλφεια, θα λέγαμε πως ακριβώς αυτή τη χρονιά δέχτηκε μεγάλη επιβάρυνση και υφίσταται υποβάθμιση με ποικίλους τρόπους που δεν είναι της ώρας να συζητήσουμε εδώ – υπάρχουν τόσα σχετικά άρθρα στην ιστοσελίδα μας εξάλλου χρόνια τώρα. Ένας τέτοιος έμπρακτος σεβασμός των μικρασιατών και μικρασιατισσών προσφύγων, των παιδιών τους και όλων των άλλων κατοίκων των προσφυγικών συνοικισμών στο σήμερα θα είχε ίσως μεγαλύτερο νόημα λοιπόν.

Η χρονιά αυτή κλείνει. Τι θα μείνει απ’ αυτήν; Ας ελπίσουμε όχι μόνο η γραφική πλευρά, ας ελπίσουμε όχι μόνο ό,τι έμεινε από την περσινή επετειακή χρονιά της Επανάστασης του ’21 ή ό,τι μένει από τον εορτασμό των επετείων γενικότερα. Γιατί αλλιώς, ας το πούμε και μελωδικά, «τι σε μέλει εσένανε από πού ’μαι ’γω»;

λ.