Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .34

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Και δίνει πράγματι μερικές σκηνές από την παράσταση του “Φανού των Συντακτών” ο Πρωϊνός Τύπος της 3ης Φεβρουαρίου 1942, στην πρώτη του κιόλας σελίδα. Σκηνή πρώτη: “Αντίο Όνειρα”. “Μεγάλη επιτυχία εσημείωσε”, γράφει ο Πρωινός Τύπος, “το σκετς του κ. Π. Παπαδούκα “Αντίο Όνειρα”, το οποίνο εξετέλεσεν η εκλεκτή καλλιτέχνις της Κρατικής Σκηνής κ. Βάσω Μανωλίδου και ο κ. Δημήτρης Μυράτ του θιάσου Κοτοπούλη. […]”. Σκηνή δεύτερη: “Η γλώσσα του έρωτος”. “Επιτυχής επίσης ήτο η σκηνή με τον τίτλο ‘Η γλώσσα του έρωτος’, που έγραψεν ο κ. Ασημάκης Γιαλαμάς και εξετέλεσαν οι δεσποινίδες Άννα και Μαρία Καλουτά και ο κ. Γιώργος Παππάς. […]”. Σκηνή τρίτη: “Τα πνευματικά συσσίτια”. “Μια άλλη επιτυχής σκηνή είναι του κ. Δημήτρη Γιαννουκάκη υπό τον τίτλο ‘Πνευματικά συσσίτια’”. Σκηνή τέταρτη: “Ένα από τα ωραιότερα σκετς που σημείωσε πράγματι εξαιρετική επιτυχία ήτο η ‘Η Ιφιγένεια εν Μαύροις [Αγοραίς]’ του κ. Δημήτρη Ψαθά. Εις το σκετς έλαβαν μέρος η κ. Μαρίκα Νέζερ και οι κ.κ. Μαυρέας, Φιλιππίδης, Ανακτορίδης, Κονταρίδης, Χριστοφορίδης ως και το μπαλέτο Μπαρκουϊλέρο. […]. Εκτός των ανωτέρω οι πρωταγωνισταί της Λυρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ετραγούδησαν μίαν ειδικήν σύνθεσιν του κ. Βιδάλη, ο οποίος διηύθυνε και την εκ 40 οργάνων ορχήστραν – Οι κ.κ. Γιαννίδης και Δούκας κατεχειροκροτήθησαν εις ένα νούμερο του κ. Γιαλαμά που ανέφερε το τι θα λένε μετά είκοσι χρόνια οι γέροι διά την σημερινήν εποχήν – Η Μπέλα Σμάρω εχόρεψε με θαυμαστήν επιτυχίαν ‘τον χορόν της φωτιάς’ – η πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου Ελένη Παπαδάκη μαζί με τον διαπρεπή καλλιτέχνη κ. Β. Αργυρόπουλο, την κ. Μαρίαν Αλκαίου και τον κ. Β. Αυλωνίτην εζωντάνεψαν κατόπιν με την γνωστήν τέχνην τους ένα λεπτό σκετς του κ. Λιδωρίκη – Το κοινόν αποθέωσε την Σοφία Βέμπο, η οποία ετραγούδησε δύο νέας συνθέσεις, μίαν του Σουγιούλ επί στίχων Τραϊφόρου διά την Αθήνα και μίαν άλλην του Σακελλαρίδη Ελληνικής υφής επί στίχων Γ. Φτέρη – Το σκετς του κ. Δ. Ευαγγελίδη ‘Κακή διανομή’ ενεφάνισαν ο δημοφιλής κωμικός κ. Μίμης Κοκκίνης και οι καλλιτέχναι της πρόζας κ. Ηώς Παλαιολόγου και Γιάννης Αποστολίδης – Οι έξη κορυφαίοι χορευτές του ελαφρού θεάτρου, η Μπέλα Σμάρω, η Παυλόφσκα, η Ντιριντάουα, ο Γριμάνης, ο Σπυρόπουλος και ο Φλερύ, εξετέλεσαν ένα χορευτικό σκετς που απαρτίζετο από τρία διαφορετικά ντουέττα και τελικώς από μίαν σύνθεσιν που εχόρεψαν καταχειροκροτηθέντες και οι έξη μαζί – Πολλήν επιτυχίαν είχε και η επακολουθήσασα σκηνή ‘Σβήσε Φεγγάρι’ επί στίχων και μουσικής του Χαιρόπουλου που ετραγούδησαν ο τενόρος Μανιαδάκης και η δεσποινίς Ρίτα Δημητρίου – Το νούμερο ‘Εκτελούνται μεταφοραί’ εξετέλεσαν ο Πέτρος Κυριακός και οι κ. Μαρίκα Κρεββατά και Λίτσα Λαζαρίδου – Ενεφανίσθη ο Ορέστης Μακρής εις έναν ιδιότυπον μεθυσμένον του κ. Σακελλάριου, με μουσικήν Σακελλαρίδη που προεκάλεσε πλουσιώτατον το γέλιο του κοινού – Και η μεγαλειώδης παράστασις του ‘Φανού των Συντακτών’ ετελείωσε εις τας 2 μ.μ. με μίαν περίφημον καντάδαν του Βιτάλη την οποίαν ετραγούδησαν οι τενόροι κ.κ. Κορώνης και Γλυνός, ο βαρύτονος κ. Καλογεράς, η κ. Δαμασιώτου, η δεσποινίς Ρεμούνδου, η κ. Κολάση, η κ. Ζωγράφου και άλλοι πρωταγωνισταί της Λυρικής Σκηνής”.

Την παραπάνω παράσταση του “Φανού των Συντακτών”, κατά το ρεπορτάζ του Πρωϊνού Τύπου της 3ης Φεβρουαρίου 1942, “ετίμησαν [διά της παρουσίας τους] ο πρόεδρος της κυβερνήσεως μετά της κυρίας Τσολάκογλου, ο κ. Ντεσάντυ, εκπροσωπών την α.ε. πληρεξούσιον της Ιταλίας μετά της κυρίας του, οι διευθυνταί των γραφείων τύπου της Γερμανικής και Ιταλικής αντιπροσωπείας κ.κ. Σβέρμπερ και Πατουέλλι, ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, καθηγηταί του Πανεπιστημίου, οι γνωστότεροι εκπρόσωποι των γραμμάτων, των τεχνών, του εμπορίου και οι κομψότερες Αθηναίες, μία συγκέντρωσις αληθινά πρωτοφανής σε επισημότητα και εκλεκτικότητα”. Σημειώνει ακόμη ο Πρωϊνός Τύπος και τα ακόλουθα: “Ο κ. Πρωθυπουργός και οι γνωστότεροι εκπρόσωποι των γραμμάτων και της τέχνης διεβίβασαν, αποχωρούντες [μετά το τέλος της παραστάσεως], τα συγχαρητήριά των προς τον πρόεδρον της ‘Ενώσεως Συντακτών’ κ. Ζαρίφην και εις τον επιμεληθέντα την αναβίβασιν του έργου κ. Μαμάκην, διά την αληθινά τεραστίαν επιτυχίαν την οποίαν είχεν ο ‘Φανός των Συντακτών’. Δέον να σημειωθή ότι η μοναδική αυτή παράστασις παρουσιάσθη και με εξαιρετικόν σκηνικόν διάκοσμον οφειλόμενον εις το λεπτό γούστο του καλλιτέχνη σκηνογράφου κ. Γ. Ανεμογιάννη”.

Επανέρχομαι στις φροντίδες για τα παιδιά σε συνθήκες επισιτιστικής κρίσης στην Κατοχική Πρωτεύουσα – παρακάτω θ’ αναφερθώ σε ορισμένες των θεατρικών παραστάσεων που συγκέντρωσαν την προσοχή των θεατρόφιλων της Πρωτεύουσας, και ανάμεσά τους των θεατρόφιλων της Νέας Φιλαδέλφειας, που το 25% των κατοίκων της προήρχοντο από την προχωρημένη θεατρικά Σμύρνη και το 12,5% από την Κωνσταντινούπολη…

Τη ματιά μας αποσπά το συσσίτιο για τα παιδιά του Δήμου Αθνηαίων για τον πρόσθετο λόγο ότι ένας όχι μικρός αριθμός κατοίκων της Νέας Φιλαδέλφειας εργαζόταν στον Δήμο Αθηναίων ή δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στην περιοχή ευθύνης του – σχετικό μ’ αυτό το συσσίτιο το πεντάστηλο δημοσίευμα της εφημερίδας Αθηναϊκά Νέα της 9ης Μαρτίου 1942 στην πρώτη της σελίδα, πλαισιωμένο από τρεις φωτογραφίες παιδιών εν συσσιτίω, δημοσίευμα το οποίο φέρει την υπογραφή Ν. Γιαν. Από το δημοσίευμα αυτό τα ακόλουθα: “Όταν η επισιτιστική κατάστασι είχεν αρχίσει πριν από καιρό να χειροτερεύη και να δημιουργή συνθήκες δύσκολες για την ζωή του Ελληνικού λαού δεν ήσαν αρκετοί εκείνοι που έδειξαν αληθινόν ενδιαφέρον για τα παιδιά. […] Όσοι όμως θέλησαν να κάμουν κάτι για να εξασφαλίσουν την ζωή του παιδιού το έκαμαν κάτω από συνθήκες δύσκολες και τώρα είναι καιρός να αναδειχθούν οι προσπάθειες αυτές, οι πιο ανθρώπινες, οι πιο σημαντικές. Απ’ τις προσπάθειες αυτές χαρακτηριστική είναι η του Δήμου Αθηναίων για την δημιουργία Παιδικών Συσσιτίων, στις περισσότερο φτωχικές συνοικίες κατά πρώτον, αργότερα όμως παντού σ’ όλη την Πρωτεύουσα. Το έργο αποκτά ιδιαιτέρως μεγάλη σημασία γιατί είναι ευρύ και αποβλέπει στην προστασία όλων των παιδιών της Αθήνας. Αλλά τη σημασία αυτή – ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα λειτουργίας των [Παιδικών] Συσσιτίων – περισσότερο από μας, περισσότερο από τον καθένα, μπορεί να την νοιώση μια μητέρα που βλέπει το παιδί της να γυρίζη στο σπίτι, χωρίς να πεινά, κρατώντας το πιάτο και το κουτάλι στο χέρι. Σε αρκετές συνοικίες της Πρωτευούσης έχουν ιδρυθή τα Παιδικά Συσσίτια του Δήμου Αθηναίων. Έως τώρα θα είναι περίπου 25 εκείνα που λειτουργούν και πρόκειται πολύ γρήγορα ν’ αρχίσουν να λειτουργούν και άλλα. Ένας πρόχειρος υπολογισμός των παιδιών που σιτίζονται σ’ αυτά τ’ ανεβάζει σε 8.000. Αλλά ο αριθμός δεν είναι σταθερός, μέρα με την μέρα αυξάνει και ολοένα περισσότερα παιδιά ζητούν να εγγραφούν. […] Από τότε που άρχισαν να λειτουργούν στην Αθήνα συσσίτια, εκείνα που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και δίνουν μοναδική χαρά στην συνηθισμένη μας ζωή είναι χωρίς αμφιβολία τα Παιδικά Συσσίτια [του Δήμου Αθηναίων]. Όποιος τα επισκεφθή δεν μπορεί να σχηματίση γνώμη διαφορετική. Τα Παιδικά Συσσίτια αποτελούν γεγονός τόσο σημαντικό για την συνοικία, ώστε από τις δέκα το πρωί να βρίσκεται σε αληθινή αναστάτωσι. Είναι τα μικρά του Συσσιτίου που ξεκινούν για να φάνε. Έχουν το κουτάλι και το πιάτο τους, το ‘τσουμπλέκι’ όπως το είπαν, και είναι ανήσυχα για το φαΐ που θα τους έχουν ετοιμάση. – Θα μας δώσουν ψωμί; Ρωτούν για ψωμί γιατί στο σπίτι τους δεν είχαν ούτε μπουκιά τόσες μέρες. Κι όμως τα περισσότερα Συσσίτια κατώρθωσαν να εξασφαλίσουν 30 δράμια ψωμί καθημερινά για κάθε παιδί. Τα έτρωγαν μαζί με το φαΐ τους στην αίθουσα του συσσιτίου γιατί υπήρχε αυστηρή εντολή να μην παίρνουν τίποτα όταν φεύγουν. Πρέπει να φάγουν ό,τι τους δίνεται· έτσι στο σπίτι τους δεν πάνε παρά την χαρά τους. Με φωνές υποδέχονται το φαΐ όταν έρχεται το μεγάλο καζάνι, με φωνές τρώνε, με φωνές φεύγουν μετά το συσσίτιο για να ξανάρθουν αύριο. Υπάρχουν όμως και τα αρρωστημένα παιδιά, αμίλητα, καχεκτικά, με πρόσωπα που έχουν αρχίσει να ‘φεγγίζουν’. Γι’ αυτά το συσσίτιο ήταν αληθινή σωτηρία. Τώρα που το Κέντρο Νεότητος έδειξε ενδιαφέρον, δεν θα υπάρχη λόγος νάρχωνται τα ίδια, αλλά θα παίρνουν στο σπίτι τους το πιάτο που τους ανήκει. Έτσι ο φόβος να μεταδοθή αρρώστεια στ’ άλλα παιδιά έχει εξαλειφθή. Μερικά Συσσίτια στεγάζονται σε παιδικούς σταθμούς, σε σχολεία ή σε κέντρα χαράς. Υπάρχουν εκεί αυλές για να μπορούν να παίξουν, να κάμουν γυμναστική, να τρέξουν. Αλλά τα παιδιά προτιμούν να γυρίσουν στο σπίτι τους, στην μητέρα που περιμένει… Τα τρόφιμα με τα οποία τροφοδοτούνται τα Παιδικά Συσσίτια του Δήμου Αθηναίων χορηγούνται από τον Ερυθρό Σταυρό και διανέμονται από την αποθήκη του Δήμου στους σταθμούς. Ειδική υπηρεσία έχει αναλάβη το μαγείρεμα, φροντίζει για την διανομή και επιβλέπει όλη την εργασία. Υπάρχουν και κινούνται κοντά στα παιδιά, προσφέροντας την εργασία τους, άνθρωποι που πραγματικά τ’ αγαπούν και τα παρακολουθούν με στοργή και φροντίδα. Σε κάποιο κέντρο μάλιστα τους μαθαίνουν τραγουδάκια και δεν διαφέρουν καθόλου από του να είναι μαθηταί. Αλλ’ ο ψυχαγωγικός παράγων δεν είναι εκείνος που παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο σήμερα. Το παιδί έρχεται για να φάη και το γεγονός αυτό του δίνει χαρά τόση, όση κανένα άλλο γεγονός δεν θα μπορούσε να του δώση. Και το παιδί έρχεται να φάη γιατί επείνασε. Επειδή λοιπόν το ζήτημα της λειτουργίας των Παιδικών Συσσιτίων είναι ζήτημα ζωής για το παιδί, πρέπει να εξασφαλισθή παντοτινά το πιάτο που του δίνεται. Το αποτέλεσμα που θα προκύψη θα είναι μεγάλο. Γιατί, αν και δεν είναι πολύς καιρός από τότε που άρχισαν να λειτουργούν τα Παιδικά Συσσίτια, όμως τα πρόσωπα των παιδιών μαρτυρούν την μεταβολή. Ήταν τις πρώτες μέρες χλωμά, αδύνατα και τώρα έχουν αλλάξη, λένε οι ίδιες οι μητέρες. Τα Συσσίτια λοιπόν αυτά, που διατήρησαν στην ζωή τόσα παιδιά, πρέπει να εξασφαλισθούν και στις δυσκολώτερες ημέρες, πρέπει να ενισχυθούν περισσότερο για να ξαναβρή το παιδί τον εαυτό του και καμμιά αρρώστεια να μην μπορή να το προσβάλη εύκολα. Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται εκτός από το ενδιαφέρον και ενίσχυσι. Ας προσφέρουν όσοι μπορούν. Ακόμα εκείνοι που έχουν θα πρέπει να δώσουν, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μονάχα θα εξασφαλίσουν την ζωή και τον επισιτισμό του παιδιού. Τότε θα μπορούν πολύ καλά να μιλούν για το ‘μέλλον της φυλής’ κι όσοι τους ακούν δεν θα γελάνε. […]”.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου