Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .37

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Σχετικά με την όλη εικόνα της κατάστασης και τα παρακάτω, που άντλησα από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής (Εκδόσεις Φιλιππότη 1989): “Οι Αθηναίοι ζήσανε τον χειμώνα 1941-42 τις πιο φρικτές μέρες της ζωής τους. […] Και να ‘θελες ν’ αγοράσεις δεν έβρισκες τίποτε. Στα καροτσάκια αν έβρισκες λίγα χαρούπια, θα ‘σουνα πολύ τυχερός. Κάποτε έφεραν από τις επαρχίες και βελανίδια που προορίζονταν για τους χο΄ρους. Και τ’ αγόραζαν οι πεινασμένοι Αθηναίοι, ενώ στα Γερμανικά εστιατόρια, τα “Σολντάτενχαϊμ”, όπως του “Αβέρωφ” στην οδό Σταδίου, το “Πανελλήνιον” στην Πανεπιστημίου και σ’ άλλα, οι Γερμανοί τρώγανε του πουλιού το γάλα. Τα καταστήματα τροφίμων ήταν άδεια. Τα δύο μεγάλα μπακάλικα των Χαυτείων – τα σούπερ μάρκετ της εποχής – του Θανόπουλου και του Καπράλου, είχαν τα ράφια τους κενά. Έμεναν μόνο οι πάγκοι. Και οι υπάλληλοι περίλυποι στριφογύριζαν δίχως δουλειά. Τα τρόφιμα υπήρχαν αλλού. Στα κέντρα της μαύρης αγοράς. Στον Ασύρματο και στο Πολύγωνο. Στους δύο συνοικισμούς, που κάθε σχεδόν παράγκα τους έχει γίνει κι ένα μικρό χρηματιστήριο, όπου δεν είχαν χρυσάφι και πολύτιμους λίθους, αλλά κάτι πιο ακριβό εκείνα τα χρόνια, κάτι πιο δυσεύρετο: όσπρια, λάδι, αλεύρι. Τρόφιμα έβρισκες σε δικηγορικά γραφεία, σε ραφτάδικα, σε φαρμακεία, σε γαλατάδικα, όπου μπορούσαν να στήσουν οι μαυραγορίτες την πραμάτεια τους. Στον Ασύρματο και στο Πολύγωνο είναι οι πιο πλούσιες αγορές. Και το χρήμα στα τσουβάλια. Οι λίρες στα σακούλια. Περπατάς στα στενοσόκακα των συνοικισμών, εκεί που τ’ απόνερα από τις μπουγάδες και τους νεροχύτες τρέχουν σε ρυάκια βρώμικα και βλέπεις τους μαυραγορίτες να κάθονται έτσι αδιάφοροι, σαν να μην τρέχει τίποτε. Διστάζεις και να ρωτήσεις. Πού και πού ακούς κάποιον να διαλαλεί το εμπόρευμα, αλλά με συνωμοτικό τρόπο χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες. Ο ένας μιλάει για στάρι, ο άλλος για λάδι ή για όσπρια. Με νοήματα γίνεται η συμφωνία. […] Βγαίνοντας από την παράγκα με τα τρόφιμα αισθάνεσαι πανευτυχής. Έχεις εξασφαλίσει λίγες μέρες ακόμη ζωής. Αυτά γίνονταν εκείνες τις τραγικές κατοχικές μέρες στα κέντρα του μαυραγοριτισμού. […] Οι Αθηναίοι για ν’ αγοράσουν τρόφιμα πουλάνε τα πάντα. Τα δακτυλίδια τους, τα βραχιόλια τους, τους βαφτιστικούς σταυρούς, τις βέρες τους, τ’ ασημικά τους, ζωγραφικούς πίνακες και χαλιά, έπιπλα και πιάνα. Πουλάνε τα προικιά τους οι κοπέλες. Τα σπίτια τους οι νοικοκυραίοι. Ολόκληρα αρχοντικά διαλύονται. Εκποιούνται σε μεγαλοπαλιατζήδες, που με τη σειρά τους τα διοχετεύουν στην επαρχία, γιατί αυτή έχει στα χέρια της το πολύ χρήμα, επειδή διαθέτει τρόφιμα. Μαύρη αγορά γίνεται και στον άλλο συνοικισμό, στο Δουργούτι. Τον Μάρτη του 1942, ένα ψωμί έχει 2.700 δρχ. Τα φασόλια 2.300 δρχ. Και οι Αθηναίοι κατηφορίζουν με τα πόδια τη Συγγρού για να βρουν στο Δουργούτι τους θησαυρούς που θα τους κρατήσουν στη ζωή. Πολύτιμο είδος είναι και οι ζαχαρίνες. Έχουν φτάσει 3,30 δρχ. το δισκίο. Αντικαθιστούν τη δυσεύρετη ζάχαρη. Για κάθε φλυτζάνι ζεστού θέλεις τρία δισκία ζαχαρίνης. Έχει τιναχτεί στον αέρα και η χρυσή λίρα. Πουλιέται 30.000 δρχ. […]” (βλ. σελ. 187-189).

Συνοπτική εικόνα της κρατούσης καταστάσεως στην περιοχή της Πρωτεύουσας της Ελλάδος έδωσε και δημοσίευμα της Ελληνικής εφημερίδος της Νοτίου Αμερικής, που εκδιδόταν στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, υπό τον τίτλο Πατρίς, στο φύλλο της της 5ης Απριλίου 1942 – από το δημοσίευμα αυτό όσα ακολουθούν: “Κατά μέσον όρον 500 κάτοικοι των Αθηνών και του Πειραιώς αποθνήσκουν ημερησίως, […] τα δε πλήθη επαιτών αυξάνονται καθημερινώς, και όλα σχεδόν τα παιδία αναπτύσσουν την ωχρότητα, και τα πρησμένα πόδια της ραχίτιδος και τας φουσκωμένας κοιλίας του λιμού. Ένεκεν της ελλείψεως ηλεκτρικής δυνάμεως και γκαζολίνης, εξηφανίσθησαν εκ των δρόμων αι τροχιοδρομικαί άμαξαι και τα αυτοκίνητα λεωφορεία, και ούτως εμποδίζεται η διανομή των ολίγων τροφίμων τα οποία υπάρχουν. Η έλλειψις δε ανθράκων απειλεί την λειτουργίαν του συστήματος της διυλίσεως του ποσίμου ύδατος. Το σύστημα τούτο λειτουργεί με ηλεκτρισμόν. Φόβοι δε εκφράζονται περί ενσκήψεως επιδημίας τύφου. […] Πολλαί οικογένειαι πάσχουν νυν εξ ελλείψεως βιταμινών, οδόντες πίπτουν και η αθρίτις οργιάζει. Μεγάλη δε έξαψις επικρατεί εν Αθήναις και Πειραιεί οσάκις κυκλοφορεί φήμη ότι επίκειται ο κατάπλους πλοίου κομίζοντος τρόφιμα. Αλλά και όταν επαληθεύουν αι τοιαύται φήμαι η ανακούφισις είναι μιρκά, προ πάντων δε εις τον πεινώντα πληθυσμόν των πόλεων. […] Προ δέκα ημερών, είς φίλος μου εβάδιζεν εκ του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεττανίας, κατευθυνόμενον εις το μέγαρον της πρώην Βρεττανικής πρεσβείας. “Οι δρόμοι”, μοι είπεν, “βρίθουν πλανοδίων πωλητών πωλούντων σακχαρωτά, επί μικρών ανοιγοκλειουσών τραπεζών. Έν σακχαρωτόν κοστίζει 30-50 δραχμάς. Τα σακχαρωτά ταύτα κατασκευάζονται εκ φασολίων και χαρουπίων και τεχνητής “κρέμας” και λευκαίνονται με μαρμαρόκονιν. Αι εφημερίδες προειδοποιούν καθημερινώς τον λαόν να μην αγοράζη τα σακχαρωτά ταύτα, δια να μην προσβληθή εκ στομαχικών νοσημάτων. Καθ’ εκάστην δε παρουσιάζονται 500 θύματα στομαχικών ελκών εν Αθήναις. Τα χαρούπια εδίδοντο πριν ως τροφή προς τους χοίρους. Εις την πλατείαν της Ομονοίας, πλανόδιοι πωληταί πωλούν λουκάνικα εις “ευθηνάς τιμάς”, προς δε και συκωτάκι ακαι κυνήγι. Τα λουκάνικα είναι φτιασμένα με κρέας σκύλων, ποντικών και γατών. Αι εφημερίδες συνιστούν ωσαύτως εις τον λαόν να μην αγοράζη τα είδη ταύτα, καθ’ όσον είχεν ενσκήψη εν Αθήναις επιδημία δηλητηριάσεως εκ πτωμαΐνης. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατέσχον τα δύο καλύτερα εστιατόρια, ήτοι το “Αβέρωφ” και το “Διεθνές”, όπου οι αξονίται στρατιώται τρωγοπίνουν με Ελληνικά προϊόντο εκτός του καθημερινού τους σιτηρεσίου, ενώ οι πτωχοί Αθηναίοι κυττάζουν από τα παράθυρα. Ο περίπατος οιανδήποτε ημέραν εις τους δρόμους των Αθηνών είναι τραγικός. Βλέπει τις [κάποιος δηλαδή] επαίτες εκτάδην κειμένους επί του εδάφους, ενώ οι διαβάται καλύπτουν με μανδήλια τα πρόσωπα εκείνων αίτινες κείνται νεκροί, [και] άλλοι κείνται λιπόθυμοι εις το έδαφος. Εδώ και εκεί ανήρ τις ή γυνή τις κείται επί του εδάφους και πτύει αίμα. Άλλοι έρπουν προς τα παράθυρα των ισογείων και κτυπούν ελαφρώς τους υάλους των παραθύρων, ζητούντες ψωμί ή άλλην τινά τροφήν. Γνωστή μου κυρία ήτο εις το Νοσοκομείον ως λεχώ προ τινών εβδομάδων. Έπρεπε να της στέλλουν τρόφιμα από το σπίτι της. Ημέραν τινά η νοσοκόμος μετέφερε το φαγητόν πεζή, παιδιά δε τινά την ώθησαν και ανέτρεψαν τον δίσκον με τα τρόφιμα. Ακολούθως τα παιδιά ήρχισαν να λείχουν το φαγητόν εκ του εδάφους. Μετά την γέννησιν του βρέφους ο σύζυγος της λεχούς μετέβη εις το οικείον δημόσιον γραφείον ίνα το καταγράψω εις τα ληξιαρχικά βιβλία. Ανέμενεν επί μίαν και πλέον ώραν, και ηρίθμησεν 150 θανάτους βρεφών, τους οποίους ήλθον ίνα αναγγείλουν εις τας Αρχάς οι ενδιαφερόμενοι. Ταύτα πάντα συμβαίνουν εν Αθήναις και Πειραιεί και διαδραματίζονται εν διαστήματι ωρών. Αι νήσοι της Ελλάδος δεν έχουν ψωμί από έξη μηνών. Το σύνηθες φαγητόν εν Αθήναις σήμερον δι’ εκείνους οι οποίοι ημπορούν να το αγοράζουν, αποτελείται, το μεν πρόγευμα εκ τεΐου ή χαμομηλίου άνευ ζακχάρεως, και από δύο φέτες ψωμιού φκιασμένου εκ σπόρων και διδομένου ανά εκάστην δευτέραν ημέραν, δια γεύμα μείγμα σίτου άνευ ζακχάρεως με λάδι και λάχανον, δια δε το δείπνον τα ίδια με προσθήκην καφέ από ρεβύθια. Είκοσι μικρά σιγαρέττα εξ ακαθάρτων καπνών στοιχίζουν 100 δραχμάς, και τούτου ένεκεν ελάχιστοι είναι εκείνοι οίτινες δύνανται να τα αγοράζουν. Και αυτή η εφημερίς, την οποίαν εκδίδει ο Άξων, στοιχίζει έξη φορές περισσότερον ή προ της Αξονικής κατχοής. Εις την Αγοράν, ο άρτος στοιχίζει νυν 2.500 δραχμάς έκαστος εάν είναι Γερμανικής κατασκευής, και 800 δραχμάς εάν είναι Ιταλικής κατασκευής. Το Ιταλικόν καρβέλι είναι καλλιτέρας ποιότητος, αλλ’ οι Ιταλοί δεν είναι και τόσον αισχροκερδείς, όσοι οι Γερμανοί. Το δολλάριον, από άποψιν αγοραστικής δυνάμεως τροφίμων, αξίζει νυν δεκάκις περισσότερον ή προ της Αξονικής κατοχής. Αι Αθήναι βρίθουν νυν καταστημάτων τα οποία πωλούν κοσμήματα, βιβλία, αργυρά σκεύη και άλλα τιμαλφή, τα οποία αι πλούσιαι αθηναϊκαί οικογένειαι πωλούν έναντι τροφίμων. Το πρόβλημα των νεκρών καθίσταται τρομερόν. Έλληνες οδηγούντες χειραμάξια και ανήκοντες εις την υπηρεσίαν της Κυβερνήσεως φορτώνουν επ’ αυτών πτώματα τα οποία περισυλλέγουν εις τους δρόμους. Τα πτώματα ταύτα κρατούνται κάποτε επί τι διάστημα εις το Δημόσιον Νεκροτομείον προς εξακρίβωσιν της ταυτότητος των νεκρών και πολλάκις ρίπτονται εις ίδιον τάφον. Συμβαίνει κάποτε να περιπατή τις εις τον δρόμον και αιφνιδίως ακούει τον υπόκωφον γδούπον κάποιου σώματος το οποίον πίπτει νεκρόν εις το έδαφος Τα φέρετρα στοιχίζουν πολύ, εις όλας δε τας κηδείας τα φέρετρα ενοικιάζονται απλώς εις υψηλάς τιμάς, και όταν το σώμα εναποτεθή εις τον τάφον, αφαιρείται το φέρετρον και επιστρέφεται εις τον δικαιούχον δια νέαν ενοικίασιν… Εις τινάς περιπτώσεις, Γερμανικά και Ιταλικά στρατιωτικά αυτοκίνητα φορτωμένα με 40 πτώματα, σταθμεύουν έξωθεν του Δημοσίου Νεκροτομείου. Παράδοξοι νέαι υπηρεσίαι ετέθησαν εις εκτέλεσιν. Επί παραδείγματι οι Ιταλοί κατέσχον το μικρόν αυτοκίνητον μεταφορών της Βρεττανικής πρεσβείας, το οποίον αποκαλούν “Σκυλοσυλλέκτην” και εις το οποίο νσυναθροίζονται ολίγοι επαίται και τινα παιδία καθημερινώς, “δια να χάβουν τρόφιμα” δήθεν. Εν τούτοις, ολίγας μπουκιάς μοιράζοντας μόνον, αλλ’ ο κινηματογράφος της Αξονικής προπαγάνδας είναι εκεί ίνα κινηματογραφήση την “γενναιοδωρίαν” του Άξονος. Μόλις όμως ληφθή η κινηματογραφική ταινία, εκδιώκονται εκείθεν οι επαίται και τα παιδία, χωρίς να φάγουν τι. Λέγεται ότι η Ιταλική Διοίκησις ευνοεί και ενθαρρύνει την κυβέρνησιν Τσολάκογλου, ίνα προπαγανδίζη κατά της Αγγλίας και να αποδίδη εις αυτήν την ευθύνην δια τα βάσανα και την πείναν του Ελληνικού λαού. Ήρχισαν προ πολλού να κάμνουν την εμφάνισίν των Αξονικαί εικόνες δεικνύουσαι Έλληνας νεκρούς εν Πειραιεί, φονευθέντας δήθεν υπό Βρεττανικών βομβών. Ή εικόνας Βρεταννικών υποβρυχίων τα οποία αποδιώκουν Έλληνας οίτινες προσπαθούν να φθάσουν εις αυτά κολυμβώντας. Εν Αθήναις δεν υπάρχουν πλέον αυτοκίνητα και τροχιοδρομικαί άμαξαι. Τα μόνα αυτοκίνητα είναι τα στρατιωτικά αυτοκίνητα του Άξονος. Έν πενιχρόν φαγητόν εις έν καλόν οπωσδήποτε εστιατόριον στοιχίζει χιλίας δραχμάς”.

Η παραπάνω συνοπτική εικόνα της επικρατούσης καταστάσεως στην Πρωτεύουσα της Ελλάδας εδόθη στον ανταποκριτή της εφημερίδας Πaτρίς στην Άγκυρα “υπό αξιοπίστων τηλεγραφημάτων εκ της Ελληνικής Πρωτευούσης και υπό μαρτύρων οίτινες μόλις εσχάτως κατώρθωσαν να δραπετεύσωσι εξ Ελλάδος”.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text