Image

Και πάλι για τον Κηφισό και το έργο της οδού Ζαΐμη

Εργασίες αποκατάστασης πρανών στο ρέμα Εσχατιάς τον Απρίλιο του 2017, με παρόμοιο τρόπο που πρόκειται να εκτελεστούν οι αντίστοιχες εργασίες στο ρέμα του Ποταμού Κηφισού στην περιοχή του Κόκκινου Μύλου.

Το “αντιπλημμυρικό” έργο της οδού Ζαΐμη στον Κηφισό ξεκίνησε πριν λίγες ημέρες, με τον εργολάβο να εγκαθίσταται καταρχάς στην όχθη που ανήκει στο Δήμο Αχαρνών και να δημιουργεί ράμπα πρόσβασης προς την κοίτη με χρήση μπουλντόζας.

Το κομμάτι αυτό του Κηφισού, βόρεια της γέφυρας του νεκροταφείου του Κόκκινου Μύλου είναι ένα εξαιρετικό σωζόμενο παράδειγμα ποταμού εντός της πολύπαθης Αττικής, στο οποίο δεν καταγράφονται περιστατικά πλημμυρισμού τα τελευταία χρόνια. Εδώ και δεκαετίες, ωστόσο, δέχεται πιέσεις από βιοτεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ οι δήμοι προεκτείνουν τα σχέδια πόλεως μέχρι εκεί που τρέχει το νεράκι, νομιμοποιώντας καταπατήσεις και κάνοντας εκλογική “κοινωνική πολιτική” δανειζόμενοι από τα παιδιά μας.

Στην οδό Ζαΐμη, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι κάτοικοι, τουλάχιστον από το 1995 δεν υπάρχει περιστατικό υπερχείλισης, εκτός από αυτό του 2015, που οφειλόταν σε πτώση κοντέινερ μέσα στην κοίτη πιο χαμηλά στο ποτάμι, εκεί που είναι ήδη τσιμεντωμένο. Μετά το 2015 το ποτάμι δεν έχει φουσκώσει ποτέ στο συγκεκριμένο σημείο και δεν έχει συμβεί τίποτα το ανησυχητικό, λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ζαΐμη, που επιβεβαιώνουν ότι η σταδιακή κατάρρευση του δρόμου οφείλεται όχι στο ποτάμι, αλλά στα πάσης φύσεως νερά που κατεβαίνουν προς το ποτάμι και “γλείφουν” τον υπό κατάρρευση δρόμο, όπως χαρακτηριστικά μάς είπαν.

Απέναντι στην πραγματικότητα της υποβάθμισης των ποταμιών της Αττικής, από τη δεκαετία του 1980, με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (Ν. 1515/1985) τέθηκε ως στόχος της Πολιτείας “η ανάδειξη και προστασία των ιστορικών στοιχείων και η οικολογική ανασυγκρότηση, ανάδειξη και προστασία του αττικού τοπίου, των ορεινών όγκων, των τοπίων φυσικού κάλλους και των ακτών” (άρθρο 3, εδάφιο 3) και συγκροτήθηκε ο Οργανισμός Αθήνας.

Ο Οργανισμός Αθήνας εκπόνησε το 1992 μελέτη με θέμα “Καθορισμός Ζωνών Προστασίας Κηφισσού και Παραχειμάρρων”, στην οποία αναφέρεται για τη συγκεκριμένη θέση και για τον ποταμό ανάντη αυτής: “Ο Κηφισσός με τους κλάδους του και του χειμάρρους που εκβάλλουν σε αυτόν, είναι το τελευταίο μεγάλο ρέμμα του λεκανοπεδίου, που παρά τις μεγάλες αλλοιώσεις που έχει υποστεί, διατηρεί σε ένα μεγάλο τμήμα του, από τις πηγές του στην Πάρνηθα και την Πεντέλη μέχρι το Νεκροταφείο Κόκκινου Μύλου στον Δήμο Ν. Φιλαδέλφειας τα φυσικά του χαρακτηριστικά. (…) Η εξαφάνιση του μεγαλύτερου τμήματος του Κηφισσού ποταμού που έχει αφεθεί απροστάτευτος σε καταπατήσεις, επιχωματώσεις και παντός είδους εμπορική εκμετάλλευση, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση γεωφυσικής αλλοίωσης από ανθρώπινες δραστηριότητες. Όμως παρά τις εκχερσώσεις, πυρκαγιές, μπαζώματα, στερεά και υγρά απόβλητα, τις καταπατήσεις, την αυξανόμενη οικοδομική δραστηριότητα, ο Κηφισσός συνεχίζει να ζει και να αναπνέει”.

Σε συνέχεια της μελέτης του Οργανισμού Αθήνας θεσπίστηκε προεδρικό διάταγμα για την προστασία του ποταμού Κηφισού (ΦΕΚ 632Δ/27-6-1994, που τροποποιήθηκε με το 499Δ/16-7-1998). Εκεί ορίζονται δύο ζώνες προστασίας, εντός των οποίων εκτυλίσσεται σήμερα το εν λόγω έργο.

Το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας Αττικής (Ν. 4277/14, άρθρο 20), χαρακτηρίζει εκ νέου τον Κηφισό ως κύριο υδατόρεμα Α’ προτεραιότητας που οφείλει να οριοθετηθεί εντός τριετίας και αναφέρει ότι “στο βόρειο τμήμα του εφαρμόζεται το από 15.6.1994 Προεδρικό Διάταγμα (Δ’632)”.

Πράγματι, το 2015, το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού προκήρυξε διαγωνισμό για την εκπόνηση μελέτης με τίτλο “Μελέτη έργων διευθέτησης οριοθέτησης του ποταμού Κηφισού στο τμήμα από Τρεις Γέφυρες – ανάντη Κόκκινου Μύλου έως Αττική Οδό”, ο οποίος ωστόσο κηρύχθηκε άγονος. Σε εξέλιξη βρίσκεται νέα διαδικασία διαγωνισμού της Διεύθυνσης Αντιπλημμυρικών και Εγγειοβελτιωτικών Έργων του Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών για την ίδια μελέτη, για την οποία, σύμφωνα τουλάχιστον με την έρευνά μας στη Διαύγεια, ολοκληρώθηκε η διαδικασία των προσφορών μόλις πριν λίγες ημέρες, στις 26/4/2018.

Επιπλέον, στο πρόσφατο Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Αττικής (GR06) της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (2017), του οποίου εκκρεμεί η δημοσίευσε σε ΦΕΚ, αναφέρονται και τα εξής: Ο Κηφισός ποταμός στα ανάντη τμήματα του (ανάντη του ρέματος Πύρνας) δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα για την περίοδο Τ=50 έτη. Τοπικές υπερχειλίσεις παρουσιάζονται με βάση την μοντελοποίηση στο τμήμα από Μεταμόρφωση προς Αγίους Αναργύρους. Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και στην περίπτωση της πλημμύρας με Τ=100 έτη. Επιπλέον επιβαρυμένη εμφανίζεται η κατάσταση στην περίοδο για Τ=1000 έτη. Στους ανάντη κλάδους του Κηφισού οι πλημμυρικοί όγκοι διατηρούνται πέριξ του ποταμού”.

Ενώ λοιπόν υποτίθεται ότι η νομοθεσία και η ευρύτερη κρατική πολιτική για τα ποτάμια προβλέπει πρώτα οριοθέτηση και μετά το όποιο έργο, ενώ ο νόμος αναφέρεται ειδικά στον Κηφισό, ενώ οι μελέτες για τις επερχόμενες πλημμύρες δε δείχνουν ιδιαίτερο κίνδυνο στα σημεία που μας ενδιαφέρουν, η Περιφέρεια Αττικής και οι υπηρεσίες της αναλαμβάνουν την ευθύνη της περαιτέρω υποβάθμισης του τοπίου της Αττικής, της καταστροφής των φυσικών χαρακτηριστικών των ποταμών, όπου αυτά υπάρχουν, και της τσιμεντοποίησής τους.

Είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι η Περιφέρεια και οι διευθυντές των υπηρεσιών που βάζουν την υπογραφή τους στα σχετικά έγγραφα δε γνωρίζουν το ειδικό καθεστώς προστασίας και τις μελέτες διαχείρισης κινδύνων· άρα είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η παράλειψη της αναφοράς των ΠΔ προστασίας είναι εσκεμμένη, όπως εσκεμμένη φαίνεται και η πρεμούρα να γίνουν όλα τώρα, ώστε όταν φτάσουμε στην οριοθέτηση να υπάρχει η επιθυμητή μη αναστρέψιμη “υφιστάμενη κατάσταση”.

Η Περιφέρεια Αττικής έχει επίσης τους λόγους της που φροντίζει ώστε η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής να την απαλλάξει από την υποχρέωση της εκπόνησης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αν εκπονούσε τέτοια μελέτη, θα όφειλε να τη θέσει σε δημόσια διαβούλευση, οπότε και δε θα ήταν δυνατό να αναθέσει τα έργα όπως τα αναθέτει – στο περίπου δηλαδή, τσάτρα-πάτρα, χωρίς κανείς να ξέρει τι ακριβώς θα γίνει, πώς θα γίνει, πότε θα γίνει και βεβαίως τι κόστος θα έχει. Κι αυτό έχει τη σημασία του, διότι τα κόστη τα πληρώνουμε όλοι μας ως φορολογούμενοι, κι ως τέτοιοι εννοείται ότι όχι μόνο έχουμε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να ενδιαφερόμαστε για τα πεπραγμένα τόσο της πολιτικής ηγεσίας όσο και των υπηρεσιακών παραγόντων των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Υπάρχει λοιπόν και για το ζήτημα του Κηφισού μια σύγκρουση αντιλήψεων: η μια αντίληψη θέλει να στραγγίξει κάθε φυσικό πόρο, να τον σκεπάσει, να τον τσιμεντώσει, να τον εξαφανίσει για να κερδίσουν κάποιοι λίγοι βραχυπρόθεσμα, ενώ η άλλη θέλει να διατηρήσει τους φυσικούς πόρους και να τους αναστήσει, αν είναι δυνατόν, για να βελτιωθούν τα συλλογικά και ατομικά χαρακτηριστικά της ζωής μας σε αυτό τον τόπο με μια στοιχειωδώς καλύτερη προοπτική για την επόμενη μέρα. Σ’ αυτή τη σύγκρουση αντιλήψεων προφανώς τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο η κοινωνία, που μέχρι σήμερα γέρνει την πλάστιγγα προς την πρώτη πλευρά. Αλλά βεβαίως, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης!

π.