Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .25

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ποια η επισιτιστική κατάσταση στην Πρωτεύουσα στις αρχές του 1942; Αντλώντας κατ’ αρχήν από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής, που υπήρξε και συγκαιρινός των γεγονότων, σημειώνω: “Τα συσσίτια μοιράζουν στην Αθήνα και τον Πειραιά 400.000 μερίδες την ημέρα ζεστό φαγητό. Τα καζάνια βράζουν και [οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας] πηγαίνουν εκεί με τα κατσαρόλια τους για να πάρουν μια κουταλιά ρεβύθια ή φασόλια για κάθε άτομο με μπόλικο ζουμί. Είναι όμως κι αυτό το νεροζούμι πολύτιμο. Στην απελπισία τους [οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας] πληροφορήθηκαν μια μέρα ότι αποφασίστηκε άρση του αποκλεισμού [των Συμμάχων]. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν. Τώρα θα φτάνουν περισσότερα τρόφιμα. […] Η πληροφορία για άρση του αποκλεισμού, που δεν είχε ακόμη επιβεβαιωθεί, έγινε αφορμή να πέσει η τιμή της λίρας. Από 36.000 δρχ. που είχε, έπεσε αμέσως στις 15.000, αλλά ξαναανέβηκε στις 23.000. Οι σταφίδες είχαν 400 δρχ. με το δελτίο, το στάρι 1400, τα όσπρια 1200, τα τσιγάρα 120 δρχ. Οι ουρές στα περίπτερα για τσιγάρα ήταν πάντα μεγάλες. Περιμένουν μια-δυο ώρες για να πάρουν τη μερίδα τους. […] Στις 22 Ιανουαρίου 1942 [οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας] πληροφορούνται ότι το “Κουρτουλούς” προσάραξε στην Πάνορμο εξαιτίας της κακοκαιρίας. Πανικός λοιπόν στην αγορά από το ατύχημα. Οι Αρχές προσπαθούν να καθησυχάσουν τον κόσμο, ανακοινώνοντας ότι υπήρχαν τρόφιμα για μια εβδομάδα. Πώς να ζήσεις με μια μερίδα ψωμί από λούπινα; Πώς να περάσεις χωρίς έστω αυτό το νεροζούμι του λαϊκού συσσιτίου; Μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 1942 δεν φάνηκε πάντως το νέο καράβι που θα έφερνε τα τρόφιμα από την Τουρκία. Ο κόσμος απογοητεύτηκε. Η διανομή ψωμιού διακόπηκε. Η πείνα έγινε χειρότερη. Ξέσπαγαν οι περισσότεροι στα ζαχαροπλαστεία που έκαναν διάφορα γλυκά με χαρουπάλευρα και μαύρες σταφίδες λιωμένες, που τα πασπάλιζαν από πάνω με μια άσπρη σκόνη ή κάτι σαν κρέμα καμωμένη από τσουένι. Το τσουένι ήξεραν όλοι ότι χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι νοικοκυρές για να ξελεκιάζουν τα ρούχα. Οι καπελάδες καθάριζαν τα καπέλα. Και τώρα το τσουένι το τρώγαμε. Αντικαθιστούσε τη ζάχαρη. Αλλά δεν της έμοιαζε. Κάποιοι που πήγανε ένα μεσημέρι στο συσσίτιό τους, είδαν με απογοήτευση τις πόρτες κλειστές. Τρόφιμα δεν υπήρχαν κι ήταν επόμενο να μη λειτουργήσουν. Κι αυτό μέσα στο καταχείμωνο, Φλεβάρης μήνας με κρύο, με παγωνιά, χωρίς φαγητό, χωρίς ψωμί, χωρίς φωτιά. Σκέτη κόλαση. Η μαύρη αγορά έφτασε στο φόρτε της. Η εκμετάλλευση στην μεγαλύτερη έντασή της. Τα χιλιάρικα έπρεπε να μεταφέρονται με τα τσουβάλια. Πολλοί [κάτοικοι της Πρωτεύουσας] αρχίζουν να πουλάνε τα σπίτια τους. Τα δίνουν όσο όσο σε μερικούς που επωφελούνται, γιατί έχουν πλουτίσει. Πουλάνε τα έπιπλά τους, τα χαλιά, τα χρυσαφικά, τα ασήμια, ό,τι πολύτιμο έχουν και δεν έχουν. Έπρεπε να εξασφαλίσουν λίγα τρόφιμα. Τα παιδιά πεθαίνουν. Οι γέροι το ίδιο. Όλοι κινδυνεύουν και φυσικά τα σπίτια και οι περιουσίες δεν έχουν πια κανένα νόημα”.

Χρειάζεται τώρα θαρρώ και η ματιά των εφημερίδων επί της καταστάσεως και οι ενέργειες της Κατοχικής κυβερνήσεως προς αντιμετώπισή της. “Ο υπουργός του Επισιτισμού κ. Καραμάνος – σημειώνει η εφημερίδα Πρωινός Τύπος της Τρίτης 3 Φεβρουαρίου 1942 – ανεκοίνωσε χθες την νύκτα τα εξής: “Εξ αφορμής της επικρατούσης κακοκαιρίας, η οποία παρημπόδισε την άφιξιν ατμοπλοίων και βενζινοπλοίων χθες και προχθές δεν κατέστη δυνατή η διανομή άρτου εις την πόλιν. Ήδη εκομίσθη εις Πειραιά φορτίον σίτου επαρκές διά 4-5 ημέρας. Θα επακολουθήσουν εν τω μεταξύ και άλλαι αφίξεις σίτου και αλεύρων τα οποία θα επαρκέσουν δια την κανονικήν διανομήν άρτου. Καταβάλλονται προσπάθειαι διά την εξασφάλισιν διανομής άρτου από αύριον Τετάρτη. Σήμερον Τρίτη θα γίνη εκ νέου διανομή σταφίδος ποσότητος 100 δραμιών κατ’ άτομον” (βλ. σελ. 1). Από την αυτή σελίδα του αυτού φύλλου της ίδιας εφημερίδας αντλώ τις ακόλουθες επισιτιστικές ειδήσεις: 1) “Ανεκοινώθη εκ του υπουργείου Επισιτισμού ότι λόγω τεχνικών δυσχερειών εις τας μεταφοράς δεν κατέστη δυνατή η […] μεταφορά των αφιχθεισών ποσοτήτων ελαιολάδου ούτως ώστε να διατεθή τούτο ανά 75 δράμια κατ’ άτομον εις τους κατοίκους των συνοικιών Δουργουτίου, Νέου Κόσμου, Καισαριανής, Νέων Σφαγείων εν Αθήναις και Δραπετσώνος και Ταμπουρίων εν Πειραιεί. Κατά πάσα πιθανότητα θα αρχίση αύτη αύριον. Ήδη η Ένωσις Παντοπωλών ήρχισε να εκδίδη τας σχετικάς διατακτικάς και ελπίζεται εντός της σήμερον οι παντοπώλαι των ως άνω Συνοικιών να έχουν παραλάβη την αναλογούσαν δι’ έκαστον ποσότητα ελαίου και να αρχίση η διανομή αυτών εις το κοινόν”. 2) “Δι’ αποφάσεως του κ. Υπουργού του Επισιτισμού συνεστήθη επιτροπή υπό την προεδρίαν του Καθηγητού του Πολυτεχνείου κ. Νίκου Κιτσίκη, εις ην ανετέθη η εφαρμογή του συστήματος αεριογόνου εις όσον το δυνατόν περισσότερα φορτηγά αυτοκίνητα προς διευκόλυνσιν της μεταφοράς δι’ αυτών τροφίμων”. 3) “Ως πληροφορούμεθα μεταφέρθησαν εκ Μακεδονίας διά βενζινοπλοίων 350.000 αυγά. Η διανομή τούτων πρόκειται να γίνη υπό του υπουργείου Επισιτισμού εις τα Νοσοκομεία και Φιλανθρωπικά Ιδρύματα και τα άπορα παιδιά”. 4) “Υπό του υπουργού του Επισιτισμού κ. Καραμάνου εκοινοποιήθη προς απάσας τας αστυνομικάς αρχάς του Νομού Αττικοβοιωτίας απόφασις των Ιταλικών Αρχών όπως επιτρέπουν την ελευθέραν και ακώλυτον μεταφοράν τροφίμων εντός των ορίων του Νομού. Ο κ. Υπουργός του Επισιτισμού έδωκεν επίσης εντολήν εις τα αστυνομικά όργανα όπως καταβάλλουν προσπάθειαν προς διευκόλυνσιν των μεταφορών τροφίμων εντός των προαναφερθέντων ορίων”. Ένα σχόλιο του Πρωινού Τύπου επ’ αυτής της τελευταίας είδησης έχει και αυτό τη θέση του εδώ, για να μπορέσει να δοθεί μετά η εύλογη ερμηνεία της συμπεριφοράς αυτής της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Το σχόλιο πρώτα του Πρωινού Τύπου: “Ευθύς ως αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί Αρχαί εγκατεστάθησαν εις την Ελλάδα, έσπευσαν να επιδείξουν το στοργικόν των ενδιαφέρον υπέρ του ατυχούς Ελληνικού λαού. Όπου ενεφανίσθη ανάγκη επισιτιστική ή συκοινωνιακή την εθεράπευσαν αστραπιαίως. Γέφυραι ως η του Ισθμού [της Κορίνθου] και οδοί καταστραφείσαι ασκόπως υπό των Άγγλων κατεσκευάσθησαν υπό του Ιταλικού Μηχανικού, ούτως ώστε οι μεταφορές να μην προσκοπούν. Μεταφορικά μέσα και καύσιμος ύλη διετέθησαν και διατίθενται καθημερινώς, ενώ παραλλήλως πάσα ευκολία παρέχεται εις τον λαό να μεταφέρη τα τρόφιμά του εκ των επαρχιών. Το ενδιαφέρον τούτο ωλοκληρώθη ήδη διά της παρασχεθείσης ελευθερίας το μεν προς μεταφοράν τροφίμων εκ των κέντρων του Νομού Αττικοβοιωτίας το δε διά της ελευθέρας κυκλοφορίας των πολιτών εντός του Νομού. Μέτρον άριστον, το οποίον ασφαλώς θα έχη αγαθώτατα αποτελέσματα διά τον επισιτισμόν γενικώς και τας υποθέσεις των πολιτών”. Και τώρα η εύλογη ερμηνεία της συμπεριφοράς αυτής της Γερμανοϊταλικής Κατοχής: Η ληστρική αρπαγή των μέσων ζωής του πληθυσμού της Ελλάδος προς θεραπείαν των αναγκών των πληθυσμών της Γερμανίας και της Ιταλίας, αλλά και των Γερμανικών και Ιταλικών δυνάμεων στα μέτωπα του Πολέμου, μαζί με τους περιορισμούς και τον έλεγχο των κινήσεων των Ελλήνων και Ελληνίδων δημιούργησαν μια κατάσταση αφόρητη, αισθητή στα πεζοδρόμια και τους δρόμους των τόπων της Πρωτεύουσας, ενισχύοντας έτσι και καθιστώντας ανεξάντλητα τα έμπεδα της Αντίστασης. Το διαισθάνθηκε αυτό η Γερμανοϊταλική Κατοχή και ελισσόμενη χαλάρωσε λίγο τα λουριά μήπως και προλάβει δυσμενείς γι’ αυτήν εξελίξεις. Άργησε όμως και συνάμα είχε υπερβεί όρια και περιθώρια η κατακτητική της βουλιμία. Κανένα “στοργικόν ενδιαφέρον” υπέρ του Ελληνικού λαού δεν καθόρισε τη στάση της.

Ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974 έχει γράψει σχετικά: “[…] εκείνος ο αφανισμός [από την πείνα] δεν εξουθένωσε την εθνική έξαρση του λαού. Δεν συντρίφτηκε το ηθικό του. Δεν εκλιπάρησε τη σωτηρία του από τον κατακτητή. Τουναντίον, τόνωσε το αγωνιστικό του μένος και η Αντίσταση απέκτησε ένα τεράστιο έμπεδο στις μάζες των πεινασμένων λαϊκών μαζών” (βλ. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, τόμος 2, σελ. 192. Πρώτη έκδοση Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος 1973).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου