Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .24

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μια νότα αισιοδοξίας, που διέτρεξε προς στιγμήν τον πληθυσμό της Πρωτεύουσας μ’ αφορμή την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον Πόλεμο, έσβησε στο σκληρό έδαφος της πείνας και του θανάτου που σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Ο Γιάννης Καιροφύλας, συγκαιρινός των γεγονότων, έχει σημειώσει στο βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής ότι εκείνες τις ημέρες αυξήθηκε η μερίδα του ψωμιού από 30 δράμια σε 50 και τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων σε 60 δράμια. Και συνεχίζει: “Οργανώθηκαν κάπως καλύτερα και τα λαϊκά συσσίτια. Οι προμηθευτικοί συνεταιρισμοί κατόρθωσαν επίσης να φέρουν περισσότερα τρόφιμα. Έφαγαν εκείνες τις ημέρες [οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας] σαρδέλες και σταφίδα, όσες δεν είχαν φάει σε όλη τους τη ζωή. […] Τα τραμ σταματούσαν από τις 2 το μεσημέρι για οικονομία στο ρεύμα. […] κινητοποιήθηκε και η Κυβέρνηση Τσουδερού [η Ελληνική κυβέρνηση η ευρισκόμενη στη Μέση Ανατολή] για ν’ αντιμετωπιστεί το επισιτιστικό πρόβλημα. Ο Τσουδερός έγραψε στον Τσώρτσιλ ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά πεθαίνουν κάθε μέρα 1.000 άνθρωποι. Δεν ήσαν και λίγοι. Ζητούσε λοιπόν να επιτραπεί η μεταφορά σταριού προς την Ελλάδα. Οι 4.000 τόνοι τροφίμων που έφταναν κάθε μήνα από την Τουρκία δεν έκαναν τίποτε. Ο Τσουδερός έστειλε παρόμοιο γράμμα και στον Ρούσβελτ. Η απάντηση έφτασε μια μέρα κι έλεγε ότι θέλουν να βοηθήσουν τον Ελληνικό λαό, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον Άξονα” (βλ. σελ. 172).

Σημειώνω εδώ πως 60 ήταν οι άποροι νεκροί από την πείνα που μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στα νεκροταφεία από την Κοινότητα της Νέας Φιλαδέλφειας (κυρίως στο νεκροταφείο της γειτονικής Μεταμόρφωσης) το έτος 1941 [βλ. Θεοφύλακτος Χατζηθεοδωρίδης, “Μέριμνα και προστασία απόρων και ενδεών (από την Κοινότητα Νέας Φιλαδελφείας) την Κατοχήν, Τοπικό Magazino, τεύχος 6, Σεπτέμβριος 1997, αλλά και Κώστας Π. Παντελόγλου, Πλατεία Πατριάρχου, η καρδιά της Νέας Φιλαδέλφειας, Κέντρο Ιστορίας Νέας Φιλαδέλφειας (Κ.Ι.ΝΕ.ΦΙΛ.) 2017, σελ. 115-116].

“Τον Γενάρη του 1942”, γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας, “αποφασίζεται η αποστολή 8.000 τόνων σταριού από το Πορτ-Σάιντ. Πολύτιμο φορτίο με τον ερχομό του καινούργιου χρόνου, που ήταν κι αυτός ένας χρόνος μαύρος”. Και συνεχίζει: “Τραγικός μήνας για την Αθήνα ο Γενάρης του 1942. Ηλεκτρικό [ρεύμα] δεν έχει από τις 7-9 το πρωί στην αρχή, και λίγο αργότερα από τις 7 π.μ. μέχρι τις 6 μ.μ. Δεν υπάρχει λιγνίτης, και το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος δεν δουλεύει όλες αυτές τις ώρες. Επειδή δεν υπάρχουν και συγκοινωνίες [οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας] διανύουν πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια. Τρέχουν, εκτός από τις δουλειές τους και όπου τους λένε ότι μπορούν να βρουν καμιά λαχανίδα, λίγο στάρι, λίγα όσπρια. Ο σταυρός του μαρτυρίου τους γίνεται κάθε μέρα και βαρύτερος. Πολλά εργοστάσια σταματάνε, οι κινηματογράφοι αρχίζουν αναγκαστικά στις 6 το απόγευμα αφού νωρίτερα δεν υπήρχε ηλεκτρικό [ρεύμα]. Αρκετοί υπάλληλοι ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες υποχρεώνονται να εργάζονται εκ περιτροπής ώστε να περιορίζουν τις μετακινήσεις. Κλειστά παραμένουν και πολλά μαγαζιά” (βλ. σελ. 174-175).

Στη δεκαπενθήμερη εφημερίδα Βιοτέχνης, όργανο των μεσαίων εργοδοτικών τάξεων, αριθ. Φύλλου 120, 1 Ιανουαρίου 1942, σημειωνόταν πως δεσμεύτηκαν άπαντα τα τρόφιμα τα εναποθηκευμένα υπό Τραπεζών, Ανωνύμων Εταιρειών, Γενικών Αποθηκών και Νομικών Προσώπων διά Νομοθετικού Διατάγματος που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και έπρεπε να δηλωθούν εντός πέντε ημερών. Σημειωνόταν ακόμα ότι με αγορανομική διάταξη καθορίζονταν λεπτομερώς τα της μεταφοράς και της διανομής του κρέατος στο κοινό. Οριζόταν ότι “η προμήθεια κρέατος διά τας ανάγκας των πόλεων Αθηνών και Πειραιώς θα ενεργήται δι’ αδειών μεταφοράς υπό του Υπουργείου Επισιτισμού χορηγουμένων εις τους υπό του Συνδέσμου Ζωεμπόρων Σφαγείων Αθηνών υποδειχθησομένους εφ’ άπαξ ζωεμπόρους και κρεοπώλας”, ότι “η κατανομή των κρεάτων υπό του Συνδέσμου Ζωεμπόρων θα ενεργήται κατά σειράν προτιμήσεως ως ακολούθως: εις τα Νοσοκομεία και Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, εις Συνεταιρισμούς και Συσσίτια και το Κοινόν”, ότι “αι τιμαί λιανικής πωλήσεως κρέατος, αποφάσει του κ. Υπουργού Επισιτισμού [ήταν]: Βοός 380 δρχ. κατ’ οκάν, μόσχου 516-540, αμνού 528 και χοίρου 600”. Σημειωνόταν επίσης στον Βιοτέχνη τι πρόβλεπε απόφαση του υπουργού Οικονομικών όσον αφορά τη διανομή ειδών μονοπωλίου. Για την περιοχή λοιπόν Αθηνών-Πειραιώς πρόβλεπε πως “θα γίνεται διανομή κατ’ αναλογίαν 100 δραμίων άλατος, 2 κυτίων πυρείων [σπίρτων] κατ’ άτομον και μιας οκάς πετρελαίου κατ’ οικογένειαν μηνιαίως, εφ’ όσον υπάρχει τοιούτον εις τας αποθήκας του Μονοπωλίου. Εάν ήθελε καθιερωθή διανομή δι’ ατομικών δελτίων, θα δίδεται ποσότης 100 δραμίων κατ’ άτομον”. Σημειωνόταν επιπλέον ότι “δι’ αγορανομικής διατάξεως ορίζεται ότι ο παρασκευαζόμενος και προσφερόμενος υπό των αρτοποιείων εις την κατανάλωσιν άρτος θα παρασκευάζεται εις σχήμα καρβελίου βάρους μιας οκάς και επίσης δε και ημισείας οκάς, ουδεμίας φύρας αναγνωριζομένης εφ’ εξής κατά την πώλησιν του άρτου, όστις δέον να ζυγίζεται άνευ υπολογισμού φύρας. Επίσης ορίζεται ότι εφ’ όσον έκαστον κουπόνιον άρτου αντιπροσωπεύει 50 δράμια άρτου, η μερίς αύτη καλύπτεται δια 36,63 δραμίων αλεύρων”. Ο Γιάννης Καιροφύλας, συγκαιρινός των γεγονότων, γι’ αυτόν τον άρτο έχει γράψει στο βιβλίο του που έχω επικαλεστεί: “Το λίγο ψωμί που δίνουν με το δελτίο έγινε ακόμη χειρότερο. Εκτός από καλαμπόκι, ανακάτεψαν στο αλεύρι και λούπινα. Γίνεται όταν κρυώσει σωστή πέτρα. Τα στομάχια του κοσμάκη, όσο κι αν έχουν σκληραγωγηθεί, υποφέρουν” (βλ. σελ. 175). Τέλος, στον Βιοτέχνη της 1ης Ιανουαρίου 1942 διάβαζε κάποιος για τα φαγητά των οποίων επιτρεπόταν η παρασκευή, σύμφωνα με τη νέα τότε αγορανομική διάταξη, τα ακόλουθα: “[…] απαγορεύεται εις τα εστιατόρια, μαγειρεία, ταβέρνες, οινομαγειρεία, καφεστιατόρια, ζυθεστιατόρια, μπαρ, αλλαντοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία, εστιατόρια ξενοδοχείων, οικοτροφείων, εστιατόρια πολυτελείας και πανδοχείων, συσσιτίων επί εργολαβία και εις όλα τα άλλα δημόσια κέντρα ή παρεμφερείς επιχειρήσεις, όπως χορηγήται κατά γεύμα πλέον της μίας σούπας, της μιας μερίδος με γαρνιτούρα και οπωρικών. Το παρατιθέμενον φαγητόν αποτελείται εκ μερίδος κρέατος ή ιχθύος, ή ωών ή αλλαντικών με γαρνιτούρα ή μερίδος οσπρίων και χόρτων. Αντί της σούπας ή της μερίδος με γαρνιτούρα, δύναται να χορηγηθή μία μερίς τυρού ή ορεκτικών. Επιτρέπεται η χορήγησις σαλάτας ιδιαιτέρως. Απαγορεύεται η χορήγησις α) μερίδων επιπλέον β) σούπας παρασκευασμένης δι’ αυγών (μακαρόνια παρασκευασμένα με αυγά, χυλοπίττες με αυγά, αυγολέμονο και παρεμφερή), εξαιρουμένης της σούπας τραχανά και γ) βουτύρου και άλλων λιπαρών ουσιών ιδιαιτέρως. Ο άρτος οφείλει να διανέμεται εις την καθωρισμένην εκ των εν ισχύι διατάξεων ποσότητα. Το κρέας βοός, προβάτων, αιγός και χοίρου και πουλερικών, δύναται να παρέχεται μόνον κατά τας ημέρας του Σαββάτου και Κυριακής. Χοιρομέριον και παστά κρέατα εν γένει το Σάββατον, Κυριακήν, Δευτέραν και Τρίτην. Το κουνέλι, τα θηράματα εν γένει, τα εντόσθια, οι ιχθείς, τα όσπρια επιτρέπονται καθ’ όλας τας υπολοίπους ημέρας. Η μερίς του κρέατος πρέπει να είναι ψημμένη 35 δράμια άνευ οστού και 50 μετά οστού. Τέλος δε, υποχρεούνται οι καταστηματάρχαι να έχουν ανηρτημένη επί της εξωτερικής πλευράς της θύρας του καταστήματος τον κατάλογον του γεύματος”.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου