Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .6

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Προσθέτουν ωστόσο στην ερμηνεία της στάσης των Ελλήνων έναντι των Άγγλων αιχμαλώτων, αλλά και των Άγγλων που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, όσα περιέχονται σε χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, που είχε δημοσιευθεί στην Πρωία στις 2 Ιανουαρίου 1941 με τίτλο “Τα Εγγλεζάκια”, γι’ αυτό και καταχωρώ, αμέσως παρακάτω, ορισμένα από αυτό το χρονογράφημα: “Οι Εγγλέζοι δεν είναι μονάχα κύριοι των θαλασσών και των ηπείρων, παρά και του εαυτού των. Οι στρατιώτες, οι αεροπόροι, οι ναύτες της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας γεμίσανε τους δρόμους και τα κέντρα των Αθηνών με την αξιοπρέπεια και την αυτοπεποίθηση της ράτσας τους. […] Ο Πόλεμος γι’ αυτούς δεν είναι καμμιά φοβερή υπόθεση. Τον ζούνε, όπως όλα τα φυσικά φαινόμενα. Αλλά με αυτοπεποίθηση κι αξιοπρέπεια, όπως είπαμε, και με τόσο μονάχα ενδιαφέρον, όσο απαιτεί ένα υψηλό καθήκον, που το εκτελούνε θεληματικά και όχι από βία. […] Είτε σε δουλειά πηγαίνουν είτε περιπατούν, το ύφος τους είναι το ίδιο. Βαστάνε στα μπράτσα τους ολάκερη την Αυτοκρατορία, όπως βαστούσε ο Άτλας τον Ουρανό. Ο Άτλας αγκομαχούσε. Οι Εγγλέζοι ούτε το σκέπτονται. Το καθήκον γι’ αυτούς δεν είναι κάτι “πρόσθετο”. Είναι φύσις. […] Αποτελούνε την πιο απότομη αντίθεση με τον τύπο του μεσογειακού ανθρώπου. […] “παίζουνε” – σαν παιδιά που είναι – αλλά με τον δικό τους τρόπο. Κάνουνε και φασαρία όταν το έχουνε τσούξει, αλλά φασαρία … εγγλέζικη, περήφανη. Πολλοί απ’ αυτούς κρεμάνε στο αμπέχωνό τους ένα ζευγάρι τσαρουχάκια ή ένα ευζωνάκι· αυτά τινάζονται δεξιά κι αριστερά με το χορευτικό περπάτημά τους κι ωστόσο αυτοί οι Εγγλέζοι ούτε “αστειεύονται”, ούτε προσέχουν τον κόσμο που τους χαμογελάει ευχαριστημένος. Είναι και στην περίπτωση αυτοί σοβαροί, όπως όταν “σοβαρεύονται”. Κι ωστόσο αυτοί οι σοβαροί άνθρωποι φέρανε στην Αθήνα την ανοιχτοκαρδία των ίσων ανθρώπων, τον αέρα της ελευθερίας και της αισιοδοξίας της ράτσας τους. Οι Έλληνες τους αγαπούν”.

Διάβασαν και άλλα απ’ αυτά που δυσαρέστησαν τη Γερμανική Κατοχή οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας μαζί και της Νέας Φιλαδέλφειας στην ανακοίνωσή της της 31ης Μαΐου 1941: “3) Τα γεγονότα εν Κρήτη, αι παρά το διεθνές δίκαιον διαπραχθείσαι κακοποιήσεις εναντίον Γερμανών αιχμαλώτων συζητούνται ου μόνον μετ’ αδιαφορίας και αποστροφής, αλλ’ εις ευρείς κύκλους μάλιστα μετ’ ευαρεσκείας. […] 5) Η συμπεριφορά ευρυτέρων κύκλων της πόλεως των Αθηνών εγένετο και πάλιν ολιγώτερον φιλική. 6) Η αισχροκέρδεια εν Αθήναις υπερέβη παν μέτρον, χωρίς αι αρμόδιαι αρχαί να προβαίνωσιν εις τα ενδεικνυόμενα μέτρα καταστολής. 7) Σχεδόν άπαντα τα εμπορεύματα πωλούνται εν Αθήναις προς τους Γερμανούς στρατιωτικούς εις σημαντικώς ανωτέρας τιμάς παρά προς τους Έλληνας”.

Να και η απειλητική επωδός της ανακοινώσεως της Γερμανικής Κατοχής: “Αι Γερμανικαί Στρατιωτικαί Αρχαί προσεπάθησαν μέχρι σήμερον να συμπεριφερθώσι προς τον Ελληνικόν λαόν από στάσης απόψεως ευμενούς, εν περιπτώσει όμως καθ’ ην αι διαταγαί των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων δεν θέλουσιν εισακουσθή, αύται θα επιβάλωσι μετά λύπης των αυστηροτάτας κυρώσεις”.

Κατά τα λοιπά, δεσμεύτηκε και το σαπούνι, πράσινο και άσπρο, και απαγορεύτηκε “η ελευθέρα διάθεσις του σάπωνος” με απόφαση του Υπουργείο Επισιτισμού που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Την πρώτη μέρα του Ιουνίου 1941, διεξήχθησαν ορισμένοι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, πραγματοποιήθηκε αγώνας προπονήσεως της α’ με την β’ ομάδα. Στο γήπεδο του Παναθηναϊκού έπαιξαν ο Παναθηναϊκός με τον Απόλλωνα, που έχει την έδρα του στη γειτονική στη Νέα Φιλαδέλφεια Ριζούπολη. Ο Απόλλων, ομάδα με ρίζες στη Σμύρνη, είχε γι’ αυτό τον λόγο αλλά και εξαιτίας της γειτονίας της έδρας του με την πόλη μας, πολλούς οπαδούς στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο συγκεκριμένος αγώνας, που έληξε εις βάρος του με 3-1, διεξήχθη σε δύο 35λεπτα ημίχρονα, με παρουσία 6.000 θεατών, προ του αγώνος μεταξύ των ομάδων της Γερμανικής Αεροπορίας και του Γερμανικού Ναυτικού. Στην Κοκκινιά εξάλλου πραγματοποιήθηκε ο αγώνας του Ολυμπιακού με την Προοδευτική, που έληξε με νίκη του πρώτου 4-2.

Αέναη η ενασχόληση των εφημερίδων με τις ουρές, μάλιστα ανεξαρτήτως της τοποθετήσεώς τους έναντι της Γερμανικής Κατοχής. Στην “Εύθυμη στήλη” της εφημερίδας Η Βραδυνή, διάβαζε κανείς στις 31 Μαΐου 1941, με την υπογραφή “Βραδυνός”, τα ακόλουθα, υπό τον τίτλο “Με ουρά”:

Είναι σήμερα της μόδας
κάθε μια νοικοκυρά
και καθένας νοικοκύρης
να ψωνίζει με ουρά

Με ουρά πωλούνται όλα
σήμερα στην αγορά
κι είδα χθες ότι πωλείται
κι ένα … πιάνο με ουρά!

Ο Κώστας Βάρναλης, με αίσθηση και γνώση των πραγμάτων, που κατά τη γνώμη μου τον αναδεικνύουν στις πρώτες θέσεις της κοινωνικοπολιτικής εμπροσθοφυλακής, στο χρνογράφημά του που δημοσιεύθηκε στην Πρωία στις 14 Μαΐου 1941 με τον τίτλο “Εωθινόν…”, έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής: “Όποιος με το πρώτο σκάσιμο του ήλιου βγαίνει το πρωί από το σπίτι του, τα πρώτα ζωντανά πλάσματα που θα συναντήσει στους έρημους δρόμους θα είναι, εκτός από τα χελιδόνια, οι ανθρώπινες … ουρές! […] Μπροστά στα κλεισμένα μαγαζιά: γαλατάδικα, μανάβικα, φούρνους και μπακάλικα, μπροστά στα κατεβασμένα ρολά και στις φοβερές κλειδαριές, οι γυναίκες έχουν κάνει αξημέρωτα την ουρά τους. Γριάδες και νιες, κυράδες και υπηρέτριες, με μποτίλιες στο χέρι, κατσαρόλια και δίχτυα, περιμένουνε από τη νύχτα του Θεού. Όπου συνωστισμός, εκεί ουρά, εκεί τάξη και υπομονή. Όλες αυτές οι γυναίκες […] περιμένουνε ώρες από τις πέντε το πρωί, η μία πίσω από την άλλη, ώσπου ν’ ανοίξει το μαγαζί στις οκτώ. Ο μανάβης, είπανε, θα πουλήσει παντζάρια, ο μπακάλης οινόπνευμα. Αλλά ο φούρνος; Ο φούρνος δίνει ψωμί όλη μέρα. Αλλά στον φούρνο αυτό τρέχει όλη η συνοικία να προλάβει να πάρει γιατί κάνει το νοστιμώτερο ψωμί. Τα γαλατάδικα μοιράζουνε γάλα στις έντεκα. Γιατί λοιπόν γίνεται αξημέρωτα η ουρά μπροστά στο μαγαζί; Για να πάρουν αριθμό να εξασφαλίσουνε το γάλα τους. […]”.

Στις 31 Μαΐου 1941 είδε το φως της δημοσιότητας η είδηση ότι “μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και των αρμοδίων Γερμανικών Αρχών Κατοχής επετεύχθη, κατόπιν εξονυχιστικής συζητήσεως του ζητήματος, συμφωνία δια της οποίας όλαι αι αγοραί των αποθεμάτων της Ελληνικής βιομηχανίας ως και των παραγομένων υπ’ αυτής προϊόντων αναγκαίων είτε δια στρατιωτικάς ανάγκας είτε δια τας ανάγκας της Γερμανικής Εθνικής Οικονομίας, θα πραγματοποιούνται εις τιμάς 20% ανωτέρας εκείνων αίτινες ίσχυον προ της 27 Απριλίου 1941” – κι ακόμη ότι κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων “ερρυθμίσθη το ζήτημα της εξαγωγής του Ελληνικού βάμβακος”. Κατά τη σχετική συμφωνία οι αγορές θα γίνονται από αρμοδίους Οικονομικούς Οργανισμούς και θα λαμβάνονται υπ’ όψιν “αι ανάγκαι της Ελληνικής βαμβακουργίας προς τον σκοπόν όπως αποτραπή η ανεργία εις τον σοβαρώτερον αυτόν βιομηχανικόν κλάδον” – ενώ εγνώσθη συναφώς “ότι τα Ελληνικά εργοστάσια νηματουργίας θα εξακολουθήσουν τας εργασίας των, κατεργαζόμενα ωρισμένον τύπον νήματος” (βλ. Η Βραδυνή, 31 Μαΐου 1941, σελ. 2).

Σύγκρυο διαπέρασε τη ράχη των αναγνωστών αυτών των ειδήσεων, ιδιαίτερα όσων είχαν σχέση με το θέμα ως εργαζόμενοι. Και δεν ήταν λίγοι στη Νέα Φιλαδέλφεια και τις γύρω περιοχές, που εργάζονταν σε σχετικά εργοστάσια της πόλεώς μας ή πέριξ αυτής – η σχέση με τον κατακτητή ήταν άνιση, εξ ου και η εύλογη ανησυχία για της ενέργειες της Γερμανικής Κατοχής στην πράξη.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου