Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .17

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αντλώ από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου Φύλλα Κατοχής, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας Γ’ έκδοση 1976 (πρόκειται για ημερολογιακές σημειώσεις της των χρόνων 1941-1944) τα ακόλουθα: “14 Σεπτέμβρη 1941 […] Σιγά-σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη. – “Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τι θα γίνη Θεέ μου; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε”. “Αξιωματικός;”, τη ρώτησα. “Έτσι μοιάζει”. “Καλά, πήγαινε σπίτι σου, κλείσε καλά την πόρτα σου και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός. Έρχομαι αμέσως”. Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον Εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυγαδεύσουν Άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πίσω απ’ αυτούς είμαστε μια αλυσίδα φίλων έτοιμοι να τους στηρίξωμε. Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρόχειρο την στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού. Βάζω σ’ ένα ταγάρι κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην οδό Σωτήρος. Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο Άγγλος στέκεται όρθιος, σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσσομε λίγες λέξεις και βγαίνομε προσεκτικά στον δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του και προχωράμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου [Κωνσταντίνος Τσάτσος] ακολουθούν από μακρυά. Βαδίζομε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε Γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μια πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του σπιτιού της Richardson [ήταν Αγγλίδα εγκατεστημένη στην Αθήνα από τα προπολεμικά χρόνια, πολύ γνωστή για τα θαυμάσια υφαντά της]. Αυτό ψάχνουμε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά είναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα ταχτικά. Καθίζομε άνετα και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πει και έχει ανάγκη να μιλήση. Είναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα και δεν θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. “Μόνο οι έρωτες μάς έλειπαν”, σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω [Λίγο αργότερα έγιναν οι γάμοι του στο σπίτι του Ναυάρχου Αλέκου Λεβίδη]” – “15 Σεκτέμβρη 1941. Το μεσημέρι τον είδα όπως είχαμε συμφωνήσει. Το βραδάκι τον μετακινήσαμε προς άλλη διεύθυνση. Είμαι ευχαριστημένη. Κάθε φορά που βοηθούμε Άγγλο έχω αυτή την πρόσθετη ικανοποίηση πως απαντούμε κατά κάποιο τρόπο στην βία του κατακτητή. Γιατί, είτε με την απάτη, είτε με την εξέγερση, την απάντηση στην βία την νοιώθουμε σαν νόμο ανάγκης” (βλ. σελ. 13-15).

Η Ιωάννα Τσάτσου – κόρη του Σμυρνιού Στυλιανού Σεφεριάδη, Καθηγητού του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μέλους του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης – αδελφή του Γιώργου Σεφέρη διπλωμάτη και ποιητή βραβευμένου με το βραβείο Νόμπελ – και σύζυγος του Καθηγητή Κωνσταντίνου Τσάτσου Προέδρου της δημοκρατίας – θεμελίωσε στις 15 Ιουνίου 1977 τον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου και Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στη Νέα Φιλαδέλφεια, αναπτύσσοντας μια σχέση μαζί της.

Στις κατατοπιστικές ημερολογιακές σημειώσεις της Ιωάννας Τσάτσου των χρόνων 1941-1944, θα προστρέξω και άλλες φορές, όσες η πληρότητα της εξέτασης συγκεκριμένων θεμάτων των κατοχικών χρόνων το απαιτεί. Επί του παρόντος στέκομαι σε μια ακόμη ημερολογιακή της σημείωση, αυτή της 30ης Σεπτεμβρίου 1941: “Οι Ιταλοί πιάσανε την Λέλα Καραγιάννη και τον άντρα της για απόκρυψη Άγγλων. Και οι δύο δεν ομολογούν τίποτα. Κανένα μυστικό δεν ξεφεύγει. Οι κίνδυνοι παραμονεύουν από απίθανες μεριές. Για να προστατέψουμε τους φίλους μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, προσπαθούμε να γνωρίζωμε όσο το δυνατόν λιγώτερα. Ίσα-ίσα αυτά που μας είναι αναγκαία για την δουλειά μας. Μα η Λέλα Καραγιάννη έχει απλωμένη δράση. Με δικό της καΐκι έστελνε στην Αίγυπτο όσους σκόρπιους συμμάχους εμάζευε. Τ’ όνομά της μαθεύτηκε από ακριτομύθια Άγγλων” βλ. σελ. 15).

Για τη Λέλα Καραγιάννη και τη δράση της έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα βιβλία: 1) Δημήτριος Κοτρώτσης, Λέλα Καραγιάννη, Εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1947 [Σημείωση: Το βιβλίο του Δημ. Κοτρώτση αποτελεί ουσιαστικά τη μοναδική λεπτομερή βιογραφία της Καραγιάννη. Ο συγγραφέας υπήρξε οικογενειακός φίλος και έζησε τα γεγονότα από κοντά. Ενίοτε γραμμένο σε κάπως λυρικό ύφος, περιέχει εν τούτοις και κατά το πλείστον στοιχεία ακριβή. Προφανώς, βασίσθηκε στις πρώτες μεταπολεμικές εκθέσεις για την Καραγιάννη] – 2) Γεράσιμος Αποστολάτος, Λέλα Καραγιάννη 1899-1944, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1996 – 3) Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης, Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής 1941-1944, “Η Καθημερινή”, 2021 – Του Ζαούση είναι η εντός αγκύλης σημείωση που συνοδεύει το πρώτο βιβλίο.

Η Λέλα Καραγιάννη και στη Νέα Φιλαδέλφεια είχε συνεργάτες, αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω…

Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1941, όπως γράφει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, συναντά ο Κομνηνός Πυρομάγλου τον Ευριπίδη Μπακιρτζή στο σπίτι του Ν. Βερνίκου στη Νέα Σμύρνη και τον καλεί να έρθει σε επαφή με τον ΕΔΕΣ. Εκείνος τότε του είπε ότι συνεργάζεται με άλλη οργάνωση. “Δεν του ανέφερε”, σημειώνει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, “τα ‘3 Άλφα’, αλλά μια ομάδα που είχε συμπήξει ο πολιτευτής Βόλου Γεώργιος Καρτάλης, στην οποία ανήκε ο Καψαλόπουλος και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρός. Επρόκειτο για την κατοπινή ΕΚΚΑ, ‘Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση’” (βλ. Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, ειδική έκδοση για την “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”, τόμος 1, σελ. 160). Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρός, εκτός στρατεύματος λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, είχε ήδη συμμετάσχει στην “Ελευθερία”, που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη από το κομμουνιστικό κόμμα, το σοσιαλιστικό επίσης με επικεφαλής τον Γιάννη Πασαλίδη κά., ενώ και μια προσπάθειά του για ανταρτοπόλεμο στη Μακεδονία σε συνεννόηση και με τη βοήθεια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου υπήρξε άγονη.

Εν όψει της πρώτης επετείου της 28ης Οκτωβρίου, με Διάγγελμά του εμφανίστηκε, πρωτίστως στις λαϊκές γειτονιές της Πρωτεύουσας, στους Μικρασιατοπροσφυγικούς Συνοικισμούς της, μα όχι μόνο, και φυσικά στη Νέα Φιλαδέλφεια, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Η δημιουργία του κυοφορούνταν από τον Ιούλιο του 1941. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 υπογράφτηκε το Ιδρυτικό του Σύμφωνο από τους Λευτέρη Αποστόλου του κομμουνιστικού κόμματος, Ηλία Τσιριμώκο της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, Χρήστο Χωμενίδη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και Απόστολο Βογιατζή των Αγροτικών. Τόσο το Ιδρυτικό Σύμφωνο του ΕΑΜ, όσο και το Διάγγελμά του της 10ης Οκτωβρίου 1941 είχε γράψει ο Λευτέρης Αποστόλου, πρώτος Γραμματέας του ΕΑΜ, καλός φίλος και συναγωνιστής με τον πατέρα μου στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες του Μεσοπολέμου.

Ο πατέρας μου Παντελής Παντελόγλου, από τους πρώτους κατοίκους της Νέας Φιλαδέλφειας και πολεμιστής της πρώτης γραμμής του Αλβανικού Μετώπου υπήρξε από τους δημιουργούς του ΕΑΜ στη Νέα Φιλαδέλφεια και αναδείχθηκε υπεύθυνος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της πόλης. Ο διακεκριμένος νομικός Παντελής Ραπτάρχης, καλός γνώστης των οικονομικών και νομισματικών θεμάτων, αναδείχθηκε σε μέλος της επιτροπής πόλης του ΕΑΜ Αθήνας (βλ. και Διονύσιος Μπενετάτος, Η Αντίσταση χωρίς πέπλα, Εκδόσεις Δωδώνη 1981, σελ. 32).

Εντωμεταξύ, σε συνέχεια της συμφωνίας της 21ης Αυγούστου 1941 ναυλώθηκε το τουρκικό πλοίο “Κουρτουλούς”, 6.715 τόνων γκρος, για τη μεταφορά των συμφωνηθέντων 50.000 τόνων τροφίμων και ρουχισμού από την Τουρκία στον Πειραιά. “Σε κάθε ταξίδι”, γράφει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, “μετέφερε 1.500-1.800 τόνους οσπρίων, με τους οποίους τροφοδοτήθηκαν τα λαϊκά συσσίτια και εκείνα των συνεταιρισμών” (βλ. ό.π. σελ. 191). Ο Γιάννης Καιροφύλας, στο βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής, Εκδόσεις Φιλιππότη, β’ έκδοση 1989, έχει σημειώσει σχετικά: “Στις 16 Οκτωβρίου 1941, έγινε η πρώτη αποστολή τροφίμων με το τουρκικό ατμόπλοιο “Κουρτουλούς”. Έφερε κυρίως όσπρια και λιγότερα αυγά, αλίπαστα, ζάχαρη, αλεύρι και γάλα συνολικού βάρους 1.200 τόνων. Ακολούθησαν άλλα τέσσερα ταξίδια του “Κουρτουλούς” (το τελευταίο έγινε στις 5 Ιανουαρίου 1942) και μετά εξόκειλε στη θάλασσα του Μαρμαρά με φορτίο 1.800 τόνων. Τότε ναυλώθηκε άλλο πλοίο, το “Τομλού Μπουνάρ”, που άρχισε τα ταξίδια του στις 22 Φεβρουαρίου 1942 με ανάλογα φορτία. […] Το “Κουρτουλούς” σ’ ένα τρίμηνο που χρησιμοποιήθηκε, δεν έφερε περισσότερους από 7.000 τόνους και ανάλογος ήταν κι ο ρυθμός μεταφοράς τροφίμων από τ’ άλλο ατμόπλοιο, το “Τομλού Μπουνάρ”. Οι αποστολές αυτές αναμφισβήτητα ανακούφισαν τον πληθυσμό της Αθήνας σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη, κι ακόμη βοήθησαν στην ίδρυση των συσσιτίων που οργάνωσε η Αρχιεπισκοπή με τον οργανισμό ΕΟΧΑ κι άλλοι συνεταιρισμοί και οργανώσεις” (βλ. σελ. 166-167).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου