Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .15

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ας δούμε τώρα τι γράφει, σχετικά με το πώς αντιμετωπιζόταν η πείνα, ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στο έργο του Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, πολύ περισσότερο που ήταν συγκαιρινός των γεγονότων: “[…] η απεγνωσμένη προσπάθεια του ανώνυμου πλήθους υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας της μάχης κατά του λιμού. Ο κάθε οικογενειάρχης μεταβλήθηκε σε νευρώδη ανιχνευτή της αγοράς, σε ακούραστο εξερευνητή της υπαίθρου.. Και κάλυψε σημαντικό μέρος των κενών του οικογενειακού επισιτισμού, κινητοποιώντας δυνάμεις που ούτε υποπτευόταν πως διέθετε … Τα οργανωμένα συσσίτια του Κράτους, των Οργανισμών και ιδίως του Ερυθρού Σταυρού, ήταν ο δεύτερος παράγοντας. Οι συνεταιρισμοί επίσης που δημιουργήθηκαν αστραπιαία είχαν μεγάλη συνεισφορά στη μάχη της επιβίωσης. Αλλά πολύ σοβαρός συντελεστής υπήρξε η βοήθεια από το εξωτερικό. Οι απηχήσεις φοβερού αφανισμού της Ελλάδος κινητοποίησαν πρώτα απ’ όλα την Κυβέρνηση του εξωτερικού. Συγχρόνως όμως και τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, διάφορες διεθνείς φιλανθρωπικές οργανώσεις και τις μη Αξονικές κυβερνήσεις. Συντονισμένες πιέσεις δέχονται και οι κυβερνήσεις Γερμανίας-Ιταλίας και η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας που ασκούσε τον αποκλεισμό της Ελλάδας. Και μετά από σύντονες διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκε ένα ρήγμα στο τείχος της πείνας. Έγινε δεκτό από όλες τις πλευρές να επιτραπεί η διοχέτευση 50.000 τόνων τροφίμων και ρουχισμού από την Τουρκία, υπό τον αυστηρό έλεγχο της Ερυθράς Ημισελήνου, ώστε να μην περιέλθουν στις Κατοχικές Αρχές. Στις 21 Αυγούστου 1941 υπογράφηκε η σχετική συμφωνία και η κυβέρνηση Τσουδερού κατέβαλε 100.000 λίρες στερλίνες ως προκαταβολή για τα έξοδα μεταφοράς στον “Εμπορικό Συνεταιρισμό Ηνωμένου Βασιλείου […]” (βλ. σελ. 190-191).

Εντωμεταξύ, ο επερχόμενος χειμώνας απασχολεί και τις εφημερίδες και την κυβέρνηση – ιδού τι έγραφε πρωτοσέλιδα η Καθημερινή στη στήλη “Καθημερινά” στις 25 Σεπτεμβρίου 1941, υπό τον τίτλο “Με τον χειμώνα…”: “Ο χειμών ενσκήπτει και με τον χειμώνα πολλά προβλήματα πρόκειται να εμφανισθούν διά τας απορωτέρας τάξεις του πληθυσμού. Αλλά το Κράτος είναι πτωχόν και πέραν ωρισμένων πρωτοβουλιών, περιοριζομένων και τούτων εις ασθενή οικονομικά πλαίσια, δεν είναι δυνατόν να γίνη τι πλέον. […] Ας συγκροτηθή μία ανωτάτη επιτροπή περιθάλψεως, η οποία να συνεργασθή στενώς μετά του οικείου υπουργείου και ας συγκροτηθούν ειδικαί υποεπιτροπαί εκάστη των οποίων να επιφορτισθή με ωρισμένα καθήκοντα. Στέγασις, περίθαλψις των ασθενών και, το κυριώτερον, επισιτισμός θα είναι από τας πρώτας μερίμνας των υποεπιτροπών αυτών. Ρίπτομεν μίαν ιδέαν χωρίς να εισερχόμεθα εις λεπτομερείας. Νομίζομεν όμως ότι οιεσδήποτε και αν είναι αι κρατούσαι σκέψεις εν προκειμένω, θα συμπίπτουν όλαι εις την διαπίστωσιν της ανάγκης.

Στη δεύτερη σελίδα της Καθημερινής στις 25 Σεπτεμβρίου 1941, δημοσιεύτηκαν και τα ακόλουθα, υπό τον τίτλο “Διά να ενδυθή ο λαός τον χειμώνα” και υπότιτλο “Ευθηνά μάλλινα υφάσματα”: “Εδημοσιεύθη χθες αγορανομική διάταξις διά της οποίας υποχρεούνται ωρισμέναι βιομηχανίαι κατασκευής μαλλίνων και βαμβακερών υφασμάτων όπως κατασκευάσουν 200 χιλιάδες μέτρα υφάσματος προσιτού εις τα λαϊκά βαλάντια διά να εφοδιασθούν δι’ αυτών αι λαϊκαί τάξεις διά τον ερχόμενον χειμώνα. Το ύφασμα αυτό θα κατασκευασθή κατά 68 τοις εκατόν εκ μαλλίου και εκ 32 τοις εκατόν εκ βάμβακος εγχωρίου προελεύσεως, θα υφανθούν δε 50 χιλιάδες μέτρα δι’ ανδρικά επανωφόρια, 100 χιλιάδες μέτρα δι’ ανδρικάς ενδυμασίας και 50 χιλιάδες μέτρα διά γυναικείας ενδυμασίας. Διά της αυτής αγορανομικής διατάξεως ορίζεται ότι τα λαϊκά τούτα υφάσματα θα κατασκευασθούν εν αναλογία 100 χιλιάδων μέτρων υπό της εταιρείας Λαναρά-Κύρτση, 60 χιλιάδων μέτρων υπό της Εταιρείας Ελληνικών Υφαντουργείων και 40 χιλιάδων μέτρων υπό της Εταιρείας Παπαγεωργίου και θα παραδοθούν εις την κατανάλωσιν τμηματικώς από της 15ης Οκτωβρίου μέχρι της 15ης Νοεμβρίου 1941. Τα εργοστάσια υποχρεούνται να αναστείλουν πάσαν άλλην παραγγελίαν των προς ύφανσιν του λαϊκού υφάσματος. Αι τιμαί των υφασμάτων ορίζονται εις 352 δρχ. κατά γυάρδαν διά τας ανδρικάς ενδυμασίας, 518 δρχ. διά τα ανδρικά επανωφόρια και 200 δρχ. την γυάρδας διά τα γυναικεία υφάσματα”.

Την δύσκολη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, ιδίως για τη ζωή των κατοίκων της Πρωτεύουσας μαζί φυσικά και για τους κατοίκους του Μικρασιατοπροσφυγικού Συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας, δεν μπορούσαν να προσπεράσουν χωρίς αναφορά σ’ αυτήν ούτε οι κορυφαίοι παράγοντες της κυβέρνησης, ως λ.χ. ο υπουργός Οικονομικών Σωτ. Γκοτζαμάνης, παλαιός βασιλόφρων, σε κείμενόν του με τίτλον “Σιώπα Γεώργιε”, απευθυνόμενος στον απόντα από την Ελλάδα βασιλιά, εις απάντησιν δηλώσεών του από το Λονδίνο (και τούτο ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία αποδίδουν την κατάσταση): “Σιώπα Γεώργιε. Άφησε τουλάχιστον ήσυχον τον τόπον αυτόν να κατορθώση εν πνεύματι υπομονής, αγάπης και αλληλεγγύης να αναλάβη ψυχικώς εκ της συντριβής, να αποκαταστήση τας συγκοινωνίας […], να περιθάλψη τους ηρωικούς τραυματίας και τα ατυχή θύματα […], να συγκεντρώση ολίγα τρόφιμα διά να μην αποθάνωμεν της πείνης, να ανεγείρη ολίγας καλύβας εις τας καταστραφείσας πόλεις διά να μην αποθάνωμεν από τας κακουχίας του χειμώνος, να ανακουφίση τους πεινώντας και τους περιπλανωμένους πρόσφυγας διά να περισωθή ό,τι είναι δυνατόν από την φυλήν η οποία είναι αξία πολύ καλυτέρας τύχης και πολύ μεγαλυτέρας αποστολής […]” (βλ. εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 1941, σελ. 1).

Δύο ειδήσεις έχουν τη θέση τους εδώ: Η απόφαση του υπουργού Επισιτισμού να αναθέσει στην Αγροτική Τράπεζα τη συγκέντρωση “της ορύζης εγχωρίου παραγωγής”, ώστε “η διάθεσις αυτής να γίνη υπό του υπουργείου” – και η αγορανομική διάταξη με την οποία “υποχρεούνται οι εισκομίζοντες λαχανικά και οπωρικά εις Αθήνας και Πειραιά όπως τα εισάγουν εις τας Κεντρικάς Λαχαναγοράς, οπόθεν θα κατανέμωνται ταύτα εις τους λαχανοπωλητάς” (βλ. εφημερίδα Τα Αθηναϊκά Νέα, Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 1941, σελ. 2).

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας Αθηναϊκά Νέα σημειώνονται και τα ακόλουθα: “Καθ’ α αγγέλλεται εκ Λονδίνου, συνήφθη στρατιωτική και πολιτική συνθήκη μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Ελευθέρας Γαλλίας, ήτις υπεγράφη εις την εν Λονδίνω Σοβιετικήν Πρεσβείαν μεταξύ του εκεί Ρώσου πρεσβευτού Μάισκυ και του στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος έφερε μεγάλην στολήν μετά παρασήμων” (βλ. σελ. 2).

Στο ίδιο φύλλο των Αθηναϊκών Νέων, πρωτοσέλιδα, μεταξύ πολλών που δημοσιεύονταν, αντληθέντων από Γερμανικές πηγές, σημειώνονται και τα ακόλουθα: “Το ημιεπίσημον Γερμανικόν πρακτορείον μεταδίδει τας εξής συμπληρωματικάς λεπτομερείας επί του χθεσινού ανακοινωθέντος: “Το ειδικόν ανακοινωθέν της χθες ανήγγειλε το τέρμα της γιγαντώδους και μοναδικής μάχης η οποία εξελίχθη ανατολικώς του Κιέβου. Ο αριθμός των αιχμαλώτων ανήλθεν εις 665.000, ήτοι εις το διπλάσιον του αριθμού των αιχμαλώτων, οι οποίοι συνελήφθησαν κατά την μάχην Μπιαλεστόκ και Μινσκ. Ο αριθμός των αιχμαλώτων υπερβαίνει κατά 200.000 σχεδόν τον αριθμό των αιχμαλωτισθέντων κατά τον μήνα Ιούνιον μετά την μάχην Ελσάς-Λοτερίγας. […] Δέον να προστεθή ότι πλην των 665.000 αιχμαλώτων, τα Σοβιέτ έσχον λίαν σημαντικάς αιματηράς απωλείας, ώστε κατά την μάχην ταύτην έχουν απωλέσει άνω του ενός εκατομμυρίου πολεμιστών. […] Διά να λάβη τις ιδέαν του αριθμού των 665.000 αιχμαλώτων, οι οποίοι συνελήφθησαν εις τον θύλακα του Κιέβου, κατά την ανακοίνωσιν του Σαββάτου της Ανωτάτης Διοικήσεως των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, δέον να λάβη υπ’ όψιν ότι ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το εν τρίτων όλων των αγροτικών χειρών, αι οποίαι χρησιμοποιούνται εν Γερμανία και ότι είναι μία και ημίσειαν φοράν μεγαλύτερος από τον αριθμόν των Γερμανών εργατών μεταλλείων. Αν τόσο μέγας αριθμός ανθρώπων είχε επαρκή οικοδομικά εργαλεία, θα ηδύνατο να κατασκευάση οδόν έξ μέτρων πλάτους και 450 χιλιομέτρων μήκους εντός μίας ημέρας. Οι ίδιοι θα ηδύναντο εντός ημίσεος έτους να κτίσουν 1600 χωριά”.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text