Image

Η περίοδος 28 Οκτωβρίου 1940 έως 27 Απριλίου 1941 στη Νέα Φιλαδέλφεια .31

6
λεπτά ανάγνωσης
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μέτωπο (στο κέντρο της φωτογραφίας)

(συνέχεια από το προηγούμενο)

13) Στο 28ο φύλλο της Γενιάς μας (25 Οκτωβρίου 1966) το εξώφυλλο κοσμήθηκε με τη μορφή του Έλληνα φαντάρου στο Μέτωπο, ενώ δόθηκε η δυνατότητα στον Αναστάσιο Πεπονή πρώην Διευθυντή του Ε.Ι.Ρ. και τον Σπύρο Λιναρδάτο δημοσιογράφο να ξεδιπλώσουν τις μνήμες τους – μνήμες για τον πρώτο γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου τον Οκτώβριο του 1941 ο Σπύρος Λιναρδάτος και μνήμες ραδιοφωνικές ο Αναστάσιος Πεπονής, σημειώνοντας εισαγωγικά η Γενιά μας: “Τα ανυπότακτα δημοκρατικά νειάτα […] θα τιμήσουν όπως ταιριάζει, συμμετέχοντας ολόψυχα στις διάφορες εκδηλώσεις, την γιορτή του μεγάλου ΟΧΙ στον φασισμό”.,

Από τις μνήμες του Σπύρου Λιναρδάτου σημειώνω εδώ τα ακόλουθα: “Οκτώβριος 1941. Το Πανεπιστήμιο μόλις πριν λίγες ημέρες είχε ανοίξει. […] Οι πρώτες εθνικοαπελευθερωτικές σπουδαστικές ομάδες είχαν σχηματισθεί έξω από τους κλειστούς τότε πανεπιστημιακούς χώρους από την άνοιξη κιόλας του 1941. Μα αυτές οι ομάδες ήταν πολύ μικρές, δεν είχαν προλάβει να ριζώσουν και να απλωθούν στους σπουδαστικούς χώρους. Κι όμως, η 28η Οκτωβρίου έφτανε κι έπρεπε κάτι να γίνει. Αυτό δεν τόνοιωθαν μόνο οι οργανωμένοι. Τρεις-τέσσερις μέρες πριν απ’ την επέτειο, στους διαδρόμους, στις αίθουσες του Πανεπιστημίου είχαν αρχίσει οι συζητήσεις. Έπρεπε να προετοιμαστούν τα πνεύματα, να πειστούν οι διστακτικοί πως οι φοιτητές δεν μπορούσε να στέκονται με τα χέρια σταυρωμένα, όταν η Πατρίδα είναι υποδουλωμένη και ο κατακτητής επιχειρούσε να εξανδραποδίσει τον Λαό της. Εξάλλου τον δρόμο του αγώνα τον είχαν δείξει οι πατριώτες, που είχαν κατεβάσει την χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη (Κανένας τότε δεν ήξερε πως εκείνοι οι ήρωες ήταν δύο νέοι, δύο σπουδαστές: Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας). Την παραμονή της επετείου το Πανεπιστήμιο βρέθηκε γεμάτο συνθήματα του ΕΑΜ, τρυκ, προκηρύξεις που καλούσαν σε αγώνα κατά των κατακτητών, για την επιβίωση του Λαού και της Πατρίδας. Κι ανήμερα, σε όλες οι αίθουσες, οι καθηγητές δεν μπήκαν για παράδοση ή βρήκαν τις έδρες τους πιασμένες από φοιτητές που μιλούσαν για το νόημα της ημέρας και την ανάγκη να συνεχιστεί ο αντιφασιστικός αγώνας ή παραχωρούσαν τη θέση τους σε τέτοιους ομιλητές. Για πρώτη φορά το Πανεπιστήμιο της σκλαβωμένης Ελληνικής πρωτεύουσας αντιλάλησε από τον Εθνικό μας Ύμνο. Σε μερικούς μήνες θ’ αντιλαλούσαν κι οι δρόμοι της Αθήνας”.

Οι μνήμες του Αναστάσιου Πεπονή, οι μνήμες οι ιδιαίτερα ραδιοφωνικές , άρχιζαν μ’ αυτά τα λόγια: “Το ραδιόφωνο ήταν ο καημός μου. Βλέπετε, σαν επίσημο ραδιόφωνο είχε γεννηθεί τα χρόνια της 4ης Αυγούστου. Ύστερα παραδόθηκε στους κατακτητές. Ελεύτερα δεν είχε μιλήσει. Το κουβέντιαζα με τον Τάκη Καπράλο, φίλο αξέχαστο, που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς στον Αρχάγγελο στην Ήπειρο. “Κάτι πρέπει να κάνουμε”, μου είπε. “Μελέτησέ το”. Σταματώ εδώ την εξιστόρηση του Πεπονή, προϊδέασα γι’ αυτήν, αλλά παρακάτω θαρρώ πως είναι η θέση της…

14) Με το έμπα του ακαδημαϊκού έτους 1962-1963 η Πανσπουδαστική, δημιούργημα των προχωρημένης κοινωνικοπολιτικής αφετηρίας φοιτητών και σπουδαστών με κύρος ευρύτερο, στο τεύχος της 41 δημοσίευσε την “Αλβανιάδα” του Οδυσσέα Ελύτη, ποίημα για δύο φωνές, με σχέδια και επιμέλεια του Γιάννη Μόραλη, που συνοδεύονταν με συνέντευξη του ποιητή, με περιεχόμενο τόσο την “Αλβανιάδα”, ένα ακόμη έργο του ποιητή μετά το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” και το “Άξιον Εστί”, όσο και για το Έπος του Σαράντα. Στο τμήμα της συνέντευξης του Οδυσσέα Ελύτη για το Έπος του Σαράντα έχω ήδη αναφερθεί, εδώ θα σημειώσω τα τελικά της συνέντευξης αυτής με την Αλβανιάδα:

“-Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η “Αλβανιάδα”; Μήπως έχουν δημοσιευτεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;

-Όχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζηδάκη. Δεν είχε απ’ όσο ξέρω καμιά απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε την ανάπτυξη ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από εκεί και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο “αντίκτυπος”. Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε “αόρατη παραγγελία”, η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κι ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα. Με τράβηξε το “Άξιον Εστί”, που είχε ήδη αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κι έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.

-Τι σας κίνησε να γράψετε το ποίημα και τι επιδιώξατε μ’ αυτό;

-Θέλησα να δείξω ότι η αληθινή τόλμη απαιτεί όχι μόνο να μετατοπίζεσαι σε καινούργια θέματα, αλλά να ξαναπαίρνεις τα παλαιά, εάν αυτό χρειάζεται, με διαφορετικό, σύγχρονο τρόπο. Εκείνοι που με είχαν τοποθετήσει κάτω από την ετικέτα του Υπερρεαλισμού, ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν να καταπιάνομαι ποιητικά με την Αλβανία. Για πολέμους θα γράφουμε τώρα; Ναι, το ξέρω, έτσι σκεπτόμουν κι εγώ την εποχή που πήγαινα σχολείο και μ’ έπνιγαν στα πατριωτικά ποιήματα. Έτσι θα σκεπτόμουν ίσως και τώρα εάν είχα μείνει έξω απ’ την υπόθεση. Αλλά συνέβη να βρεθώ “από μέσα”, να την ζήσω, μου δόθηκε η χάρη να ατενίσω το θαύμα της σε όλη του την έκταση. Φοβούμαι να πω περισσότερα, μην πέσω στην κοινοτοπία να λερώσω αυτή την λευκή – όχι μόνο από το χιόνι – σελίδα. Ιδού ποιος ήταν και ο μεγάλος κίνδυνος που αντιμετώπιζα θέλοντας να μεταφέρω την πολεμική περιπέτεια σε ποιητική σύνθεση, με όλες τις λεπτομέρειές της, αλλά και με την μεγαλύτερη δυνατή οικονομία. Και ακόμη με την προοπτική να μπορέσει να ενταχθεί χωρίς αρνητικές συνέπειες μέσα στον Νεοελληνικό μύθο.

-Θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια σχετικά με την τεχνική του ποιήματος;

-Η τεχνική που προτίμησα, με τις δύο φωνές, που ενώ ακολουθούν η κάθε μία τον δικό της συνειρμό, αλληλοσυμπλέκονται και συναποτελούν μια τρίτη φωνή παρ’ όλες τις πρόσθετες δυσκολίες με εξυπηρέτησε τελικά πολύ. Δύο ρεύματα που αναλογούν σε δύο διαφορετικές νοοτροπίες και παραδόσεις, και που προχωρούν το ένα μέσα στο άλλο, για να οδηγήσουν στην δραματική σύγκρουση και την τελική λύτρωση, ήταν ασφαλώς αυτό που μ’ ενδιέφερε. Στο δεύτερο μέρος που είναι μια αναδρομή στην ιστορική μνήμη, τα στοιχεία της δράσης υποχωρούνε μπροστά στα πνευματικά στοιχεία που καταξιώνουν την “θέση” του ποιήματος. Κι αυτό, φυσικά, από μιαν άποψη εντελώς αντίθετη προς την τρέχουσα ηρωολατρεία. Η πίστη στο θαύμα όπως μου την είχε διδάξει ο Υπερρεαλισμός και η αντιμετώπιση του θαύματος όπως μου την έδωσε η Αλβανία, δείχνουνε από δύο άκρως απομεμακρυσμένα σημεία, με πόση ευρύτητα είναι δυνατόν να είναι κανείς συνεπής μέσα στο ποιητικό πνεύμα. Φτάνει να μην φοβάται την πρόληψη ούτε προς τα εμπρός ούτε προς τα πίσω”.

(ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου

2 Comments Text