Image

Η περίοδος 28 Οκτωβρίου 1940 έως 27 Απριλίου 1941 στη Νέα Φιλαδέλφεια .24

6
λεπτά ανάγνωσης

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Στην 2η σελίδα της Ακροπόλεως του Μεγάλου Σαββάτου 19 Απριλίου 1941, σε μονόστηλο με τίτλο “Σήμερον η κηδεία του Α. Κοριζή” σημειωνόταν: “Αρμοδίως ανακοινούται ότι σήμερον την 1ην μ.μ. θα γίνη εκ του Ιερού Ναού της Μητροπόλεως η κηδεία του αποβιώσαντος πρωθυπουργού κ. Αλ. Κοριζή. Εις τον νεκρόν θα αποδοθούν τιμαί πρωθυπουργού εν ενεργεία. …”.

Ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του σημειώνει πως η κηδεία έγινε παρουσία του Βασιλιά, του Διαδόχου και του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλλε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και τον επικήδειο εκφώνησε ο Κώστας Κοτζιάς (βλ. σελ. 132).

Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο Τότε που ζούσαμε… έγραψε πως ο Επιτάφιος και η Ανάσταση έγινανμέσα στις εκκλησιές και δεν ακούστηκε βαρελότο. Και ότι κάτι ανάλογο θα γινόταν τον Μάη του 1453 στην Κωνσταντινούπολη (βλ. σελ. 294), ενώ ο Καιροφύλας στην Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής σημείωσε ότι “τα γεγονότα δεν επέτρεψαν να γίνει η Ανάσταση σύμφωνα με τα έθιμα, ούτε οι καμπάνες ακούστηκαν, όπως άλλοτε, χαρμόσυνες για το Χριστός Ανέστη. Σε λίγα σπίτια έφτιαξαν την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα. Ο κόσμος δεν είχε τη διάθεση να βάψει κόκκινα αυγά” (βλ. σελ. 133).

Η εφημερίδα Ακρόπολις του Μεγάλου Σαββάτου 19 Απριλίου 1941 σε δίστηλο πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της με τίτλο “Μεγάλη Παρασκευή εν Πολέμω. Ο Στολισμός των Επιταφίων και η Κίνησις της Αγοράς” έγραψε: “Κατάμεστοι από πιστούς χθες οι ναοί των Αθηνών. Από βαθυτάτης πρωίας εσημειώθη έξοδος του πληθυσμού της Πρωτευούσης, ο οποίος θρησκευόμενος πάντοτε επλημμύρισε χθες ιδιαιτέρως τους ναούς λόγω των εξαιρετικών στιγμών τας οποίας διέρχεται η Χώρα, ηρωικώς αμυνομένη εις ένα πόλεμον υπέρ βωμών και εστιών. Από πρωίας κυρίαι και δεσποινίδες των Αθηνών ήρχισαν να στολίζουν τους επιταφίους, εις τους οποίους προσέφερον τα ωραιότερα άνθη των Αττικών κήπων οι αθρόως προσερχόμεοι ευλαβείς προσκυνηταί, μικρά παιδάκια, γυναίκες, γέροντες, ηλικιωμένοι, κρατούσαν εις τα χέρια τους ανθοδέσμας, και προσέρχονταν δια να προσκυνήσουν τον επιτάφιον. Έτσι όλοι οι ναοί [της Πρωτευούσης] από […] τους κεντρικούς ναούς, μέχρι των συνοικιακών και των ναών των προαστείων, παρουσίασαν μίαν μεγαλειώδη εικόνα θρησκευτικής κατανύξεως. Όλοι ασπαζόμενοι τους επιταφίους εδάκρυον, και είχαν με τα ευλαβή των χείλη κάποιαν προσευχή να προφέρουν εις τον νεκρόν Ναζωραίον, τον οποίον περιέβαλον με άνθη. Από τους ναούς ο κόσμος, μετά την λήξιν της πρωινής ακολουθίας εξεχύθη εις τους δρόμους των Αθηνών, οι οποίο παρουσίασαν και τας πρωινάς και τας απογευματινάς ώρας κοσμοπλημμύραν άνευ προηγουμένου. Η τεραστία κίνησις είχε και μίαν άλλην αιτίαν. Ότι πολύς κόσμος, ιδίως υπαλληλικός και κόσμος συνταξιούχων και μισθωτών είχε ξεχυθή δια να αγοράση κάτι αναγκαίον από τα καταστήματα τροφίμων, ειδών ρουχισμού κλπ. Τούτο δε χάρις εις τα άτοκα δάνεια και τας διμήνους προκαταβολάς τα οποία εχορηγήθησαν διαταγή της Κυβερνήσεως […] Τόση ήτο πράγματι η συρροή πελατών εις τα καταστήματα τροφίμων και ιματισμού, ιδίως παπουτσιών, ώστε εις τα μεγαλύτερα και κεντρικώτερα καταστήματα εσχηματίζοντο ουραί, και εις πολλά εχρειάσθη να κλείσουν τα ρολά δια να μην υπερπληρωθή το εσωτερικόν των καταστημάτων και δυσχερανθή η εξυπηρέτησις των πελατών. […] Δύο συναγερμοί, ο ένας το μεσημέρι και ο άλλος το απόγευμα, περί τας εσπερινάς ώρας, διετάραξαν δι’ ένα χρονικόν διάστημα την μεγάλην αυτήν κίνησιν”.

Την εφημερίδα Ασύρματος, την Κυριακή του Πάσχα 20 Απριλόυ 1941, στόλιζε εμπνευσμένο γραφτό του κοσμογυρισμένου λαμπρού δημοσιογράφου Αλέκου Μ. Λιδωρίκη, που τον έβαζαν οι γνωρίζονες σε ίση μοίρα με τον Χεμινγουαίη και τον Έρενμπουργκ. Είχε τίτλο “Πάσχα Κυρίοι… Και όμως θα εορτάσωμεν…”: “ […] Η οικογένεια σήμερον η αγνή, η ωραία, η ευγενής ελληνική οικογένεια – δεν θα πανηγυρίση όπως άλλοτε γύρω από το λευκόν και καλοστολισμένον τραπέζι του σπιτιού, την εορτήν της Αναστάσεως. Ο αμνός του Πάσχα είναι σπάνιος, τα αυγά τα κόκκινα είναι λιγοστά, δεν διακοσμούνται οι λαμπάδες από γιρλάντες χαρωπές η ολονυκτία του Σαββάτου εις το γαλήνιον ύπαιθρον εφέτος δεν εψάλη. Ο ασπασμός δεν αντηλλάγη, ούτε οι οφθαλμοί μας υγράνθηκαν από το δάκρυ της χαράς, διότι επάνω εις την εξέδραν δεν επροχώρησαν ιερείς δια να ψάλουν με συγκίνησιν τον ύμνον του Θεανθρώπου, τον θρίαμβον της πίστεως, το τρισευλογημένον “Χριστός ανέστη εκ νεκρών…”. Αντί λαμπάδων φωτίζουν τον ορίζοντα αι αστραπαί των τηλεβόλων και αι εκρήξεις των βομβών. Αντί κωδώνων χαρμοσύνων βρυχώνται αι σειρήνες. Και τα αυγά του Πάσχα: κατέρυθρα τα βάφει το αίμα που χύνεται εκεί επάνω. Ας όψωνται λοιπόν! […] Και ημείς; … Ημείς θα εορτάσωμεν το Πάσχα μας με το κεφάλι υψηλά, με την ψυχήν εμποτισμένην από την θείαν ικανοποίησιν ότι μαχόμεθα δια κάτι το ιδεώδες, ότι μαχόμεθα ακούραστοι, απτόητοι, υψηλόφρονες, δια την σωτηρίαν αυτού που ηυλόγησε ο Χριστός: της θείας ελευθερίας. Καθημαγμένοι, αιματωμένοι, με την καρδίαν και τα χείλη μας σφιγμένα, με τους νεκρούς και τους τραυματίας μας, με τας θυσίας που μας βαρύνουν, με την ανάμνησιν εκείνων που αγωνίζονται εις το Μέτωπον ακόμη νικηφόροι, πάντοτε νικηφόροι, θα εορτάσωμεν ωστόσο … Το Πάσχα το εφετεινόν θα το διαφυλάξωμεν και ημείς και αι επερχόμεναι γενεαί ως Πάσχα αλησμόνητον, μεγάλην ημερομηνίαν του Γένους. […]”.

Στην 2η σελίδα του Ασυρμάτου της 20ης Απριλίου 1941 καταχωρήθηκε σε μονόστηλο το ακόλουθο πολεμικό ανακοινωθέν της 19ης Απριλίου 1941: “Τα στρατεύματά μας εν Αλβανία συνεχίζουσι κανονικώς τον αγώνα των. Συνεπεία των εν Μακεδονία επιχειρήσεων κατά των Γερμανών διεξήγαγον επιτυχώς ελιγμόν συμπτύξεως, χωρίς να ενοχληθώσι παρά του εχθρού. Εις όσας περιπτώσεις ο εχθρός επεχείρησε να παρενοχλήση την κίνησιν ημετέρων μονάδων, αύται αναστραφείσαι τον έτρψαν εις φυγήν και τω επροξένησαν πολλάς απωλείας. Δύο συντάγματά μας διεκρίθησαν ιδιαιτέρως εις τοιαύτην επιχείρησιν και διεμνημονεύθησαν αι Σημαίαι των. Όσον αφορά τας εν Μακεδονία επιχειρήσεις εσημειώθη προώθησις των Γερμανικών δυνάμεων προς Νότον”.

Οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας ζούσαν φυσικά όπως όλοι οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας την δύσκολη πασχαλιάτικη καθημερινότητά τους στις εκκλησίες τους, την Παναγίτσα και τον Άη Γιάννη, κάνοντας τις αγορές τους από καταστήματα τροφίμων κυρίως, με το βλέμμα στις δυσμενείς εξελίξεις του Πολέμου, ανησυχώντας και για τις συνέπειες της ακυβερνησίας μετά τον θάνατο του Κοριζή.

Στις 21 Απριλίου 1941 ορίσθηκε τελικά Πρωθυπουργός ο διατελέσας Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, γνωστός βενιζελικός και Κρητικός Εμμανουήλ Τσουδερός, τον οποίο είχε εξορίσει από το 1939 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Βρισκόταν τότε στην Αθήνα με άδεια λόγω βαρείας ασθένειας της συζύγου του. Περισσότερα για τον Εμμανουήλ Τσουδερό δύναται κανείς να πληροφορηθεί από το έργο του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη Εμμανουήλ Τσουδερός, ο Πρωθυπουργός της Μάχης της Κρήτης, που κυκλοφόρησε το 1966.

(ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text