Image

Γύρω από την εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα στη συνοικία του Ψυρή το πρώτο μισό του 20ου αιώνα

Όσα ακολουθούν είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλλα Η ιστορία της συνοικίας του Ψυρή, Εκδόσεις Φιλιππότη, σελ. 24-26:

“… από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε μια άνθηση εμπορικών καταστημάτων, όπως και εγκατάσταση πολλών βιοτεχνιών. Η γειτνίαση της συνοικίας με το Μοναστηράκι, που είναι μια πλατεία με ζωή και κίνηση, γιατί έχει τον σταθμό του τραίνου, που συνδέει την Αθήνα με τον Πειραιά, και από την άλλη μεριά η μικρή απόσταση που τη χωρίζει από τη μεγάλη Κεντρική Αγορά της πρωτεύουσας, γίνονται δύο πόλοι έλξεως πολλών εμπορικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, οι οποίες επιλέγουν τη συνοικία για την εγκατάστασή τους.

Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, που αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο το εμπόριο, στου Ψυρή έρχονται και άλλες εμπορικές επιχειρήσεις. Χτίζονται καινούργια κτίρια σε οικόπεδα που έμειναν κενά μετά την κατεδάφιση κάποιων πολύ παλιών οικημάτων κι ακόμη δημιουργούνται αποθήκες, όπως και εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων και άλλων ειδών. Τα στενά δρομάκια του Ψυρή σφύζουν από ζωή και είναι τόσος πολύς ο κόσμος όχι μόνο που κατοικεί αλλά και εργάζεται, ώστε ο Δήμαρχος της Αθήνας, που άφησε εποχή, Σπύρος Μερκούρης, χτίζει στην πλατεία Ηρώων ένα μεγάλο κτίριο για την εγκατάσταση Δημοτικών Ιατρείων”1.

Στο σημείο αυτό του κειμένου του ο Γιάννης Καιροφύλλας σημειώνει εν έτει 2000: “Το κτίριο αυτό υπάρχει και σήμερα, αλλά ο Δήμος το χρησιμοποιεί για αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού, άγνωστο γιατί, ενώ μπορούσε να είναι π.χ. Μουσείο λόρδου Βύρωνα και Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη [σχέσιν εχόντων με τη συνοικία του Ψυρή]”. Και συνεχίζει:

“Στα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής η συνοικία του Ψυρή περνάει τις δύσκολες ώρες της, όπως και όλη η Αθήνα. Οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν την τρομοκρατία από τις περιπόλους των κατακτητών που φτάνουν μέχρι τα στενοσόκακα του Ψυρή, αλλά και τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων δεν διστάζουν να βγουν το βράδυ για να γράψουν συνθήματα στους τοίχους. Στην Κατοχή όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Αθήνας, στου Ψυρή κάποιοι μαυραγορίτες βρίσκουν ευκαιρία να αρπάξουν το υστέρημα, αλλά και το αντίτιμο πολλών κειμηλίων και χρυσαφικών του κοσμάκη, που τα εκποιεί για να αγοράσει ένα μπουκάλι λάδι ή μια οκά φασόλια. Στην οδό Αγίου Δημητρίου είναι το στέκι των μαυραγοριτών. Κρυφά και φανερά πουλάνε τρόφιμα που έχουν φέρει από τις επαρχίες. Και ζητάνε πολλά λεφτά, ακόμη και δισεκατομμύρια, γιατί εκείνα τα χρόνια η δραχμή είχε υποστεί το μεγαλύτερο κατρακύλισμα της ιστορίας της.

Αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει η ανασυγκρότηση της χώρας, αλλά και η ανασυγκρότηση του Ψυρή. Ξαναβρίσκει η συνοικία τον ρυθμό της, αποκτά καινούργια καταστήματα, πολλά από τα παλιά σπίτια αρχίζουν σιγά-σιγά να παραχωρούν τη θέση τους … και σε κάποια καινούργια κτίρια, χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, κτίρια που στεγάζουν κυρίως βιοτεχνίες…”.

Έχει θαρρώ τη θέση της στο σημείο αυτό μια μαρτυρία της Έλλης Παππά, της συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη – την αντλώ από το βιβλίο της Μαρτυρίες μιας διαδρομής, Έκτη έκδοση, Μουσείο Μπενάκη 2010, σελ. 69:

“Από τότε – πρώτο καλοκαίρι της Κατοχής – έμεινα χωρίς άξια του ονόματός τους παπούτσια. Έδωσα σ’ έναν τσαγκάρη της γειτονιάς μια παλιά δερμάτινη τσάντα της Διδώς [Σωτηρίου] και μου έφτιαξε πέδιλα. Μα έβαλε σόλες από έρζατς, γερμανικό λάστιχο. Μια φορά, κατεβαίνοντας με τα πόδια από την Μαγκουφάνα [Πεύκη], κοπήκανε στη μέση οι σόλες και γύρισα περπατώντας ξυπόλητη στην Αθήνα. Κυρίως βολευόμουνα τα καλοκαίρια με τα από πλεκτό χόρτο πέδιλα που πουλούσε το “Μινιόν”, μικρό μαγαζάκι τότε στα Χαυτεία, και τον χειμώνα με παλιά παπούτσια – πάντα της Διδώς. Μόνο το καλοκαίρι του 1944 με είδε η Ηρώ Καββαδία, απόρησε με τα ξεθεωμένα χορτάρινα πέδιλά μου και μου είπε με μεγάλη απορία: “Μα καλά, δεν ξέρεις πως οι τσαγκαράδες στο Μοναστηράκι φτιάχνουνε παπούτσια για την Οργάνωση;”. Δεν το ήξερα. Κανείς δεν μου το είχε πει!

Με πήγε στην οδό Πανδρόσου κι απόχτησα ένα ζευγάρι πέδιλα από γερό πετσί, με σόλες από κανονικό λάστιχο αυτοκινήτου. Με την Απελευθέρωση απόχτησα και τα παπούσια που με υπηρέτησαν ως τη μεταδεκεμβριανή Έξοδο των Αθηναίων. Και τώρα ερχόταν ο Φάνης2 να σου λέει πως πρέπει να είμαστε κομψοί, διότι είμαστε “Αθηναίοι” και “στελέχη”. Πρώτη φορά άκουγα έτσι ωμά διατυπωμένο ότι τα “στελέχη” είναι κάτι διαφορετικό από τη “βάση” κι ότι η διαφορετικότητά τους φτάνει ως την κομψότητα στην προσφυγιά. Αλλά, για να εξασφαλιστούν αυτές οι διαφορές, θα πρέπει να έχουν τα “στελέχη” προνόμια απρόσιτα στη “βάση”. Εμένε με κατέτασσε ο Φάνης στα “στελέχη”, αλλά δεν μου έλεγε και πώς εξασφαλίζονται αυτά τα προνόμια…”

Κώστας Π. Παντελόγλου
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ-συγγραφέας
άλλοτε Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
και Μέλος της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ

  1. Σταλμένα μερικά Φιλαδελφειωτόπουλα, με ενέργειες του Δημάρχου Νέας Φιλαδέλφειας Νικολάου Τρυπιά, στις Παιδικές Κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων δυο χρονιές στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εξεταστήκαμε από γιατρούς στα Δημοτικά Ιατρεία της πλατείας Ηρώων της συνοικίας του Ψυρή.
  2. Φάνης ήταν το ψευδώνυμο του Βασίλη Μπαρτζώτα, που είχε διατελέσει και αυτός Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης της Αθήνας του ΚΚΕ τον καιρό της Κατοχής, αλλά και τον Δεκέμβρη του 1944.