Image

Προς μετασχηματισμό του υπάρχοντος Μουσείου στο ΠΠΙΕΔ σε Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού ΝΦ-ΝΧ .9

3
λεπτά ανάγνωσης

Και για τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον ΣΤ’, που με το όνομά του αποκαλείται η κεντρική πλατεία της Νέας Φιλαδέλφειας, αλλά και η οδός που ένωνε τη Νέα Φιλαδέλφεια με τη Νέα Ιωνία και τώρα “ταπεινώνεται”, όπως λένε, δηλαδή υπογειοποιείται, τίποτα δεν υπάρχει στις 22 προθήκες του Μουσείου “Φιλιώ Χαϊδεμένου”.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ’ γεννήθηκε και αυτός στην πόλη των Μαμέληδων (ο λόγος για τη δασκάλα της Νέας Φιλαδέλφειας Κατίνα Μαμέλη και τον θείο της γιατρό και ποιητή Απόστολο Μαμέλη, αδελφοποιτό του Κωστή Παλαμά) στην Σιγή της Προύσης το 1859. Παρακολούθησε μαθήματα στην αστική σχολή της γενέτειράς του και μετά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1877-1885). Υπήρξε καθηγητής των θρησκευτικών για ένα χρόνο και ακολούθως διέδραμε διάκονος, πρεσβύτερος, πρωτοσύγκελος, επίσκοπος βοηθός Μητροπολίτη, Μητροπολίτης, και τέλος στις 17 Δεκεμβρίου 1924 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Στις 30 Ιανουαρίου 1925, θεωρηθείς ανταλλάξιμος, αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμεινε επί εξάμηνο φιλοξενούμενος του εκεί Μητροπολίτη· κατόπιν μετέβη στη Χαλκίδα λόγω ευθηνείας του βίου εκεί και κατέληξε στον Μικρασιατοπροσφυγικό συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας το 1927.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ’ εκκλησιαζόταν τακτικά στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα), που τότε ήταν μια ξύλινη παράγκα και συναντιόταν συχνά στη Νέα Φιλαδέλφεια με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο (Παπαδόπουλο). Απεβίωσε στο σπίτι του, στην πλατεία Πατριάρχου, μετά τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου 1930, από ασθένεια 45 ημερών.

Η Βουλή των Ελλήνων και η Γερουσία επί τω θανάτω του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου διέκοψαν τις εργασίες τους αναφερθείσες σ’ αυτόν (την αναγγελία του θανάτου του στη Βουλή έκανε ο Πρόεδρός της Θεμιστοκλής Σοφούλης στη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 1930· ένας των νεκρολογησάντων τον Κωνσταντίνο ΣΤ’ στη Γερουσία ήταν ο Στ. Κρητικάς στη συνεδρίασή της της 29ης Νοεμβρίου 1930), ενώ κύματα λαού παρέλασαν προ της σορού του. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών, του αποδόθηκαν τιμές Αρχηγού Κράτους, Πρωθυπουργού όντος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου [βλ. Εκκλησία 8 (1930), σελ. 394-396]. Μίλησε φυσικά και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος).

Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ήταν σε όλους γνωστός ως “μύστης της τουρκικής γλώσσης άριστος και των νόμων της Πολιτείας τέλειος κάτοχος”, έχων παράλληλα τη διπλωματική ικανότητα “να καλλιεργή τας αρίστας των σχέσεων μετά των οικείων Πολιτικών Αρχών επ’ αγαθώ του ποιμνίου αυτού” [βλ. Πολυκάρπου Μύρων “Επιμνημόσυνος Λόγος εις τον Αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντίνον”, Ορθοδοξία, 6 (1931), σελ. 62-68]. Για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ’ έχει δημοσιεύσει για τα 80 χρόνια από την Κοίμησή του ο Χρήστος Π. Μπαλόγλου στη Μικρασιατική Ηχώ (έκδοση της “Ενώσεως Σμυρναίων”), αριθ. Φύλλου 408, Νοέμβριος Δεκέμβριος 2010, σελ. 6.

Η “Ένωσις των Σιγηνών” εξέδωσε ψήφισμα για τον Κωνσταντίνο ΣΤ’ ως “τιμήσαντος το Γένος και την Εκκλησίαν και της γενετείρας αυτού πατρίδος Σιγής υπάρξαντος το σέμνωμα”, ενώ και τα Μικτά Επαρχιακά Συμβούλια των εν Μικρά Ασία Εκκλησιαστικών Περιφερειών συνελθόντα σε κοινή συνεδρίαση εξέφρασαν “την βαθείαν λύπην σύμπαντος του εν Ελλάδι Προσφυγικού Κόσμου επί τω θανάτω του πολυπαθούς Ιεράρχου”.

Κώστας Π. Παντελόγλου