Image

Ο Σαμψών, ο Σίσυφος, ο Δον Κιχώτης

Τα ξημερώματα του Σαββάτου 25/5/2019 πέθανε πλήρης ημερών στο νοσοκομείο “Αγία Όλγα” ο θρυλικός Σαμψών (κατά κόσμον Γιάννης Κεσκιλίδης), που έζησε επί 53 χρόνια στη γειτονική μας Νέα Ιωνία, και φυσικά έδινε παραστάσεις, όπου “έβγαζε αίματα γνήσια”, όπως έχει πει ο ίδιος, και στη δική μας περιοχή.

Δεν είναι πολλοί αυτοί που κάνοντας και ξανακάνοντας ό,τι επιλέγουν βγάζουν αίματα γνήσια και γι’ αυτό ο Σαμψών σ’ αυτή τη φωτογραφία του 1965 που δημοσίευσε προ ημερών η εφημερίδα “Documento”, μάς θύμισε τη φιγούρα του Σισύφου, όπως την εννόησε ο Αλμπέρ Καμί στο κλασικό δοκίμιό του “Ο Μύθος του Σισύφου. Δοκίμιο για το παράλογο” (1942). Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα του Καμί, στη μνήμη του Σαμψών, ο θάνατος του οποίου επισκιάζεται από τον πρώτο γύρο των ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών του 2019 που ολοκληρώνεται χωρίς να προσφέρει στον βίο μας κανένα εξωγενές ψήγμα ευτυχίας. Η μετάφραση είναι των Ν. Καρακίτσου-Ντουζέ & Μ. Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν (Εκδόσεις Καστανιώτης 2007):

“Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να σπρώχνει ασταμάτητα ένα βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, απ’ όπου η πέτρα κατρακυλούσε από το ίδιο της το βάρος. Είχαν σκεφτεί, και κάπως δικαιολογημένα, ότι δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και ανέλπιδη εργασία. (…) Οι γνώμες διχάζονται πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να καταντήσει ο ανώφελος δουλευτής του Άδη. Κατ’ αρχάς του προσάπτουν κάποια επιπολαιότητα απέναντι στους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Ο Δίας απήγαγε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού. Ο πατέρας της παραξενεύτηκε με τούτη την εξαφάνιση και παραπονέθηκε στον Σίσυφο ο οποίος, γνωρίζοντας για την αρπαγή, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, με τον όρο πως ο Ασωπός θα έδινε νερό στο κάστρο της Κορίνθου. Από τους ουράνιους κεραυνούς, προτίμησε την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε γι’ αυτό στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος είχε αλυσοδέσει τον Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε ν’ ανεχτεί το θέαμα του έρημου και σιωπηλού βασιλείου του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα χέρια του νικητή του.

(…) ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας, τόσο για τα πάθη του όσο και για το βασανιστήριό του. Η περιφρόνησή του απέναντι στους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή, του στοίχισαν τούτο το ανείπωτο μαρτύριο όπου όλο το είναι του επιδίδεται σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη του. (…)

Ένας άνθρωπος που μοχθεί τόσο κοντά στις πέτρες, πέτρα ήδη κι ο ίδιος! Τον βλέπω να ξανακατεβαίνει [από την κορυφή του  βουνού], με βαρύ αλλά σταθερό βήμα, προς το ατέλειωτο μαρτύριό του. Τούτη η ώρα που είναι σαν μια ανάσα και που επαναλαμβάνεται το ίδιο σίγουρη με τη δυστυχία του, τούτη η ώρα είναι η ώρα της συνείδησης. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις στιγμές, από τότε που αφήνει την κορυφή και βουλιάζει σιγά σιγά στις φωλιές των θεών, είναι ανώτερος της μοίρας του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.

Το τραγικό του μύθου βρίσκεται στη συνείδηση του ήρωα. Πού θα ήταν, πράγματι, ο μόχθος του, αν σε κάθε βήμα τον στήριζε η ελπίδα της επιτυχίας; Σήμερα, ο εργάτης κάνει την ίδια δουλειά όλες τις μέρες της ζωής του κι αυτή η μοίρα είναι το ίδιο παράλογη. Είναι όμως τραγικός μόνο τις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, γνωρίζει όλη την έκταση της άθλιας κατάστασής του: αυτήν σκέφτεται καθώς κατεβαίνει. Η διαύγεια του πνεύματός του, που θα ’πρεπε να ήταν το μαρτύριό του, ολοκληρώνει ταυτόχρονα τη νίκη του. (…)

Αν η κατάβαση μερικές φορές είναι θλιβερή, μπορεί να είναι και χαρούμενη. Τούτη η λέξη δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι πάλι τον Σίσυφο να επιστρέφει προς το βράχο του και την οδύνη ν’ αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης παραμένουν πολύ έντονες στη μνήμη, όταν το κάλεσμα της ευτυχίας γίνεται πολύ επιτακτικό, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, είναι ο ίδιος ο βράχος. Η απέραντη απόγνωση είναι αβάσταχτη. Είναι οι νύχτες μας της Γεθσημανή. Μα οι συντριπτικές αλήθειες χάνονται όταν αναγνωρίζονται. (…)

Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο δίχως να επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο για την ευτυχία. «Ε! Πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;» Ένας όμως κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Το λάθος θα ήταν αν λέγαμε ότι η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από τη γνωριμία με το παράλογο. Συμβαίνει, ωστόσο, το συναίσθημα του παραλόγου να γεννιέται από την ευτυχία. «Κρίνω ότι όλα είναι καλά», λέει ο Οιδίπους, και τούτα τα λόγια είναι ιερά. Αντηχούν στο άγριο και πεπερασμένο σύμπαν του ανθρώπου. Του μαθαίνουν ότι δεν εξαντλήθηκαν όλα, δεν έχουν εξαντληθεί. Διώχνουν από τούτο τον κόσμο ένα θεό που παρεισέφρησε ανικανοποίητος και που αρέσκεται σε ανώφελους πόνους. Καθιστούν τη μοίρα μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει να ρυθμίζεται από τον άνθρωπο και μόνο.

Όλη η βουβή χαρά του Σισύφου βρίσκεται εδώ. Η μοίρα του τού ανήκει. Ο βράχος του είναι δικός του. Το ίδιο συμβαίνει με τον παράλογο άνθρωπο: όταν στοχάζεται μπροστά στο μαρτύριό του, όλα τα είδωλα σωπαίνουν. Σ’ αυτό το σύμπαν, παραδομένο αίφνης στη σιωπή, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές, έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητα και μυστικά καλέσματα, προσκλήσεις όλων των προσώπων, αποτελούν την απαραίτητη ανάποδη όψη του νομίσματος και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος δίχως σκιά, και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του δεν θα ’χει τελειωμό. Αν υπάρχει μια προσωπική μοίρα, δεν υπάρχει κανένα ανώτερο πεπρωμένο, ή τουλάχιστον υπάρχει μόνο εκείνο που ο άνθρωπος κρίνει μοιραίο και αξιοκαταφρόνητο. Για όλα τ’ άλλα, ξέρει ότι είναι ο κύριος των ημερών. Τούτη την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, ο Σίσυφος, επιστρέφοντας προς το βράχο του, παρατηρεί αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που φτιάχνει το πεπρωμένο του, δημιουργημένο από τον ίδιο, συσπειρωμένο κάτω από το βλέμμα της μνήμης του και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεπεισμένος για την απόλυτα ανθρώπινη έλευση κάθε ανθρώπινου πράγματος, σαν τυφλός που λαχταρά το φως του και που γνωρίζει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, πορεύεται συνέχεια. Ο βράχος κυλάει πάντα.

Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού! Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Αλλά ο Σίσυφος διδάσκει την ύψιστη πίστη που αρνείται τους θεούς και σηκώνει τους βράχους. Κι εκείνος επίσης κρίνει ότι όλα είναι καλά. Τούτο το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άγονο ούτε ασήμαντο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε ορυκτό θραύσμα αυτού του πλημμυρισμένου από νύχτα βουνού, σχηματίζει από μόνο του έναν κόσμο. Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο”.

Κι ο Δον Κιχώτης του τίτλου; Ε, θυμηθήκαμε κι αυτό το κείμενο του Κώστα Ουράνη.

π.