“Όπως ακριβώς τα πανεποπτικά, πανταξινομητικά μοντέρνα κράτη δεν μπορούσαν να ανεχθούν “ανθρώπους χωρίς αφέντη” κι όπως οι επεκτατικές, άπληστες για εδάφη μοντέρνες αυτοκρατορίες δεν μπορούσαν να ανεχτούν “ακατοίκητες” περιοχές – έτσι και οι μοντέρνες αγορές δεν ανέχονται και τόσο εύκολα τη “μη αγοραία οικονομία”: το είδος εκείνο της ζωής που αναπαράγεται δίχως λεφτά να αλλάζουν χέρια.
Για τους θεωρητικούς της οικονομίας της αγοράς, μια τέτοια ζωή δεν μετράει – και επομένως δεν υπάρχει. Για τους παράγοντες της οικονομίας της αγοράς συνιστά προσβολή και πρόκληση – ένα χώρο που δεν έχει ακόμη κατακτηθεί, μια διαρκή πρόσκληση για εισβολή και κατάκτηση, ένα χρέος που δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί και καλεί σε άμεση δράση.
Αντανακλώντας την προσωρινή φύση όλων ανεξαιρέτως των τρόπων συνύπαρξης των αγορών με μια μη χρηματική οικονομία, οι θεωρητικοί αποκαλούν την αυτοαναπαραγόμενη ζωή ή τους αυτοαναπαραγόμενους τομείς της ζωής με ονομασίες που υποβάλλουν την ανωμαλία και την επικείμενη εξαφάνισή τους. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να παράγουν τα αγαθά που χρειάζονται για να ζήσουν κατά τις συνήθειές τους, και έτσι δεν έχουν ανάγκη από συχνές επισκέψεις στα μαγαζιά, ζουν “μεροδούλι-μεροφάι”· διάγουν ένα είδος ύπαρξης το οποίο αντλεί το νόημά του αποκλειστικά από ό,τι στερείται ή του λείπει – μια πρωτόγονη, θλιβερή ύπαρξη που προηγείται της “οικονομικής απογείωσης” με την οποία αρχίζει η φυσιολογική ζωή, που δεν χρειάζεται με τη σειρά της άλλους προσδιορισμούς. Κάθε περίπτωση ανταλλαγής ενός αγαθού χωρίς την κίνηση χρημάτων προς την αντίθετη κατεύθυνση παραδίδεται στο ομιχλώδες τοπίο της “άτυπης οικονομίας” – ο διακεκριμένος όρος, και πάλι, μιας αντίθεσης, της οποίας ο άλλος, κανονικός όρος (ήτοι, η διαμεσολαβημένη από το χρήμα ανταλλαγή) δεν χρήζει κατονομασίας.
Οι παράγοντες της οικονομίας της αγοράς, από την άλλη, κάνουν ό,τι μπορούν για να φθάσουν στα μέρη όπου ακόμα δεν μπόρεσαν να φθάσουν τα σαΐνια του μάρκετινγκ. Η διεύρυνση είναι τόσο οριζόντια όσο και κάθετη, εκτατική όσο και εντατική: προς κατάκτηση είναι οι περιοχές που μένουν ακόμα προσκολλημένες στο να ζουν “μεροδούλι-μεροφάι” αλλά επίσης το μέρος που καταλαμβάνει η “άτυπη” οικονομία στις ζωές πληθυσμών που έχουν ήδη προσηλυτιστεί στην αγοραστική/καταναλωτική ζωή. Οι μη χρηματικοί πόροι πρέπει να καταστραφούν ώστε εκείνοι που βασίζονταν σε αυτούς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το δίλημμα “ψωνίστε ή ψοφήστε” (όχι, βέβαια, ότι τους εγγυάται κανείς ότι δεν θα λιμοκτονήσουν και αφού προσηλυτιστούν στα ψώνια). Πρέπει να δειχθεί ότι οι περιοχές της ζωής που δεν έχουν εμπορευματοποιηθεί ακόμα κρύβουν κινδύνους τους οποίους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς χωρίς τη βοήθεια αγορασμένων εργαλείων ή υπηρεσιών ή, εναλλακτικά, τέτοιες περιοχές πρέπει να αποκηρυχτούν ως κατώτερες, αποκρουστικές και εντέλει εξευτελιστικές. Όπως και γίνεται.
Αυτό που τόσο εξόφθαλμα απουσιάζει από τον οικονομικό λογισμό των θεωρητικών και στέκει στην κορυφή μιας λίστας στόχων εμπορικού πολέμου που συντάσσουν οι παράγοντες της αγοράς, είναι η αχανής περιοχή αυτού που ο A.H. Halsey ονόμασε “ηθική οικονομία” – της οικογενειακής μοιρασιάς αγαθών και υπηρεσιών, της βοήθειας των γειτόνων, της συνεργασίας των φίλων: όλων, εν ολίγοις, των κινήτρων, παρορμήσεων και πράξεων από τα οποία φτιάχνονται οι ανθρώπινοι δεσμοί και οι διαρκείς δεσμεύσεις.
Ο μόνος χαρακτήρας που κρίνουν οι θεωρητικοί ότι αξίζει προσοχής, επειδή αυτός θεωρείται ότι “κρατά την οικονομία στο δρόμο της” και λιπαίνει τους τροχούς της οικονομικής ανάπτυξης, είναι ο homo oeconomicus – ο μοναχικός, αυτοπαθής και εγωκεντρικός οικονομικός δρων που επιδιώκει την καλύτερη συμφωνία και καθοδηγείται από την “ορθολογική επιλογή”, προσέχοντας μην τυχόν υποκύψει σε συναισθήματα που αψηφούν τη μετάφρασή τους σε χρηματικά οφέλη και ενοικώντας σε ένα βιόκοσμο γεμάτο από άλλους χαρακτήρες, οι οποίοι μοιράζονται όλες αυτές τις αρετές αλλά τίποτε άλλο εκτός από αυτές. Ο μόνος χαρακτήρας από την άλλη, που είναι ικανοί και πρόθυμοι να αναγνωρίσουν και να ανεχθούν οι παράγοντες της αγοράς είναι ο homo consumens – ο μοναχικός, αυτοπαθής και εγωκεντρικός αγοραστής που έχει υιοθετήσει την αναζήτηση της καλύτερης προσφοράς ως θεραπεία για τη μοναξιά και δεν γνωρίζει καμία άλλη γιατρειά· ένας χαρακτήρας για τον οποίο το σμήνος των πελατών των εμπορικών κέντρων είναι η μόνη κοινότητα που ξέρει και χρειάζεται· ένας χαρακτήρας του οποίου ο βιόκοσμος ενοικείται από άλλους χαρακτήρες που μοιράζονται όλες αυτές τις αρετές αλλά τίποτε άλλο εκτός από αυτές.
Der Mann ohne Eigenschaften, “ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες” της πρώιμης νεωτερικότητας ωρίμασε σε (ή μήπως εκτοπίστηκε από) der Mann ohne Verwandtschaften – τον άνθρωπο χωρίς δεσμούς.
Ο homo oeconomicus και ο homo consumens είναι άνδρες και γυναίκες χωρίς κοινωνικούς δεσμούς. Είναι οι ιδανικοί κάτοικοι της οικονομίας της αγοράς, οι τύποι που κάνουν τους παρατηρητές του ΑΕΠ ευτυχισμένους.
Επίσης, είναι μύθοι”.
Zygmunt Bauman, Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006. Το βιβλίο εντάσσεται στη σειρά “Εστία Ιδεών”, υπεύθυνος της οποίας είναι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης.
Για την αντιγραφή,
π.