Για τον Άγγελο Σημηριώτη, μια σημαντική φυσιογνωμία του Μικρασιατικού Ελληνισμού (Στέλιου Σπεράντσα: “Όπως τον θυμούμαι…”)

Όσα καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” αναφέρονται σε μια σημαντική φυσιογνωμία του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τον ποιητή Άγγελο Σημηριώτη, που μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην γειτονική μας Νέα Ιωνία και έζησε εκεί μέχρι του θανάτου του, που συνέβη λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος από την Γερμανική Κατοχή.

Όσα αμέσως παρακάτω καταχωρώ υπογράφει ο Στέλιος Σπεράντζας, που σοβαρή είχε και αυτός παρουσία στα πνευματικά μας πράγματα:

“Τον πρωτογνώρισα εδώ και πολλά χρόνια στην Σμύρνη, μαθητής του Γυμνασίου της Ευαγγελικής Σχολής και νεοσσός ακόμα στην ποιητική τέχνη. Μόλις είχε έρθει τότε από την Πόλη, αν δεν κάνω λάθος. Με σύστησε σ’ αυτόν κάποιος φίλος συμπολίτης μου, ο περίφημος ιεραπόστολος του αθλητισμού της Μικράς Ασίας Δημ. Δάλλας. Με την πρώτη τυπική χειραψία, τον κοίταξα με τον άκρατο ενθουσιασμό των νεανικών χρόνων και με την στοργή και σεβασμό που αισθάνεται κανείς για ένα ανεγνωρισμένο μουσοπόλο, που από τότε προίκιζε την Ελληνική ποίηση με αξιόλογα έργα.

Ύστερα από λίγες ημέρες τον είδα στο βήμα του “Πανιωνίου Συλλόγου” να δίνη μια διάλεξη για τον “Συμβολισμό”. Το βράδυ εκείνο θυμούμαι ότι μας απήγγειλε, με τον υποβλητικό και ιδιότυπο στόμφο της απαγγελίας του, στόμφο που άναβε ενθουσιασμούς, δυο τραγούδια από τα “Θανάσιμα”…

ο

Αργότερα ο Άγγελος Σημηριώτης έγινε ένας από τους καθηγητάς της γαλλικής στο Γυμνάσιό μας. Βλεπόμαστε τότε συχνότερα. Αλλά πολλές φορές συναντιόμαστε και στην αίθουσα του “Πανιωνίου Συλλόγου” και τα λέγαμε. Του διάβαζα καμμιά φορά στίχους μου. Κι άκουα από κείνον ν’ απαγγέλη με προφύλαξη κάποια απαγορευμένα για τον τόπο τραγούδια του, αδημοσίευτα ως την εποχή εκείνη, την “Πόλη” π.χ. ή το “Φουστάνι”. Τα τραγούδια αυτά περιελήφθησαν κατόπι στην συλλογή “Τραγούδια του λυτρωμού” (1920). …

ο

Ένθερμος δημοτικιστής, μούχε συμπάθεια, γιατί ήμουν από τους πρώτους στην Σμύρνη, που έδειχνα προτίμηση στην δημοτική γλώσσα για κάθε λογοτεχνικό είδος, σ’ εποχή που επικρατούσε ακόμα φανατικά η καθαρεύουσα. Ένα βράδυ μάλιστα, που είχαμε συναντηθή στον “Πανιώνιον” αυτός, ο ποιητής Αλέκος Φωτιάδης κι εγώ, μ’ αγκάλιασε και μούσφιξε δυνατά το χέρι, γιατί εκείνη την ημέρα κάποια εφημερίδα με είχε αποκαλέσει “μαλλιαρό”, επειδή, υπερασπίζοντας σε μια απάντησή μου την αξία των ποιημάτων του Αλ. Πάλλη, είχα αποδείξει με κείμενα, ότι και αυτός ο Μιστριώτης ήταν … δημοτικιστής!

ο

Όσο κι αν ήταν όμως δημοτικιστής ο Σημηριώτης, δεν απέστεργε ν’ αποβλέπει και στην καθαρεύουσα. Και πολύ σωστά. Σήμερα η δημοτική μας γλώσσα, πλουτισμένη από την καθαρεύουσα, είναι πολύ διαφορετική από κείνη που γράφαμε εδώ και τριάντα ή σαράντα χρόνια. Έτσι μπορεί κανείς σήμερα να την μεταχειρισθή πλατύτερα, ακόμα γράφοντας κι ένα φιλοσοφικό, κι ένα επιστημονικό θέμα.

– Δανείζομαι, μούλεγε, όποια λέξη μ’ αρέσει από την καθαρεύουσα και της δίνω την δημοτική μορφή, τον δημοτικό τύπο, όταν μου χρειάζεται στην δουλειά μου. Πιστεύεις ότι μεταχειρίζομαι κάποτε και ομηρικές λέξεις; Και μου ανέφερε π.χ. την λέξη φυσίζωος, που κάπου, όπως μου έλεγε, την είχε μεταχειρισθή.

Επιζητούσε παντού κι επίμονα την γλαφυρότητα, την αρμονία του στίχου. Γι’ αυτό μπορούσε ν’ απασχοληθή ολόκληρη μέρα για να την επιτύχη, σβήνοντας και ξαναγράφοντας τον ίδιο στίχο πολλές φορές. Και πρέπει να ομολογήσωμε πως οι στίχοι του Άγγελου Σημηριώτη είναι από τους αρμονικώτερους που είδαμε στην Ελληνική γλώσσα.

ο

Στα 1909 ή 1910, φοιτητής της Ιατρικής είδα μια μέρα τον Ποιητή να κάθε στις βαθμίδες του αμφιθεάτρου του Ανατομείου και να παρακολουθή την παράδοση.

Στο τέλος του μαθήματος τον επλησίασα.

– Άγγελε, τον ερώτησα. Εδώ;

– Ναι, μου αποκρίθηκε χαμογελώντας. Ενεγράφηκα στην Ιατρική Σχολή.

Του εξέφρασα την χαρά μου. Μα δεν συνέχισε πολύ την φοίτησή του.

ο

Ο (Άγγελος) Σημηριώτης ήταν συγγενής επ’ αδελφή με τον άλλο Σμυρναίο ποιητή Μιχ. Αργυρόπουλο, που μαζί εξέδιδαν στην Σμύρνη κι ένα φιλολογικό περιοδικό με τον τίτλο “Ανατολή”. Στο τέλος την έκδοση είχε αναλάβει μόνος του ο Σημηριώτης.

Ο Αργυρόπουλος δεν εχώνευε την στομφώδικη απαγγελία του γαμπρού του, γιατί μια τέτοια απαγγελία δεν του επέτρεπε, όπως έλεγε, να εκτιμήση την ουσία των στίχων. Η απαγγελία του ήταν μια γόησσα που ήθελε λέει να τον εξαπατήση.

-Άγγελε, του φώναζε. Να μου δώσεις καλύτερα να το διαβάσω εγώ το ποίημά σου, γιατί έτσι που το απαγγέλλεις, με τουμπάρεις.

ο

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο (Άγγελος) Σημηριώτης εγκαταστάθηκε πρόσφυγας στην Νέα Ιωνία, όπου κι έγραφε όσα του είχε εμπνεύσει η τραγική εκείνη Καταστροφή. Τα εξέδωκε με τον τίτλο “Επί των ποταμών Βαβυλώνος” στα 1926. Αργότερα εδημοσίευσε και μιαν άλλη συλλογή “Ονείρων ήσκιοι”, που βραβεύθηκε κι από την Ακαδημία Αθηνών.

Στα Κατοχικά χρόνια, που υπέφερε πολύ κι αυτός, ήταν ωστόσο ο πραγματικός παρήγορος άγγελος για τους συγκατοίκους του της Νέας Ιωνίας. Αδιάκοπα και ακούραστα, με τα λόγια του, έδινε θάρρος, συνιστούσε υπομονή και τους ενίσχυε με κάθε τρόπο στην αντίσταση. Είχε τότε κάτι το ιερατικό, το βιβλικό η μορφή του με τ’ άσπρα γένεια. Η προτομή του, που θα στηθή σε λίγο εκεί κάτω – ξεχωριστός τίτλος αξίας και τιμής για τον Ποιητή – θα είναι κι ένα έμπρακτο φανέρωμα ευγνωμοσύνης του τόπου στον εμψυχωτή του”.

Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα σήμερα καταχώρησα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” έχουν δημοσιευθή στο περιοδικό “Ελληνική Δημιουργία” (Τεύχος 67, 15 Νοεμβρίου 1950, Σελ. 741-742).

Και να προσθέσω πως όπως ο Άγγελος Σημηριώτης έχει συνδεθεί με την Νέα Ιωνία έτσι και ο αδελφός του Γιώργης Σημηριώτης, σημαντικός κι αυτός άνθρωπος του πνεύματος, είναι συνδεδεμένος με την Νέα Φιλαδέλφεια.

Κι ακόμη ότι έχω εντοπίσει παρουσία του Άγγελου Σημηριώτη στην πόλη μας, σε εκδήλωση της “Ευσέβειας” (στο κτίσμα της οδού Αγίας Τριάδος που επί Δημαρχίας Σταύρου Κόντου κακώς γκρεμίστηκε), πιθανόν στα εγκαίνιά της – πρόκειται για μια φωτογραφία που έχει δημοσιευθεί στην πόλη μας κακολεζανταρισμένη, με λεζάντα που αγνοεί την παρουσία του αλλα και την παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, που επίσης εικονίζεται σ’ αυτή την φωτογραφία (Η Νέα Φιλαδέλφεια από την δημιουργία της και τότε που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία και ως το έτος 1934 ανήκε στον Δήμο Αθηναίων).

Κώστας Π. Παντελόγλου