Image

Σελίδες πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας – Για τα “Ιουλιανά” .7

Ό,τι ακολουθεί έχει τον τίτλο “Μπροστά στον νεκρό φοιτητή (Σωτήρη Πέτρουλα) που έπεσε για την Δημοκρατία – Λόγος για την Πατρίδα” και είναι του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου. Γράφοντας για τον ποιητή που με ορμητήριο τον χιονισμένο Ταΰγετο και της Σπάρτης τις πορτοκαλιές κατέκτησε τις καρδιές των Ελλήνων και των Ελληνίδων και όχι μόνο, έκανα αναφορά και στο ποίημά του αυτό που ιδιαίτερα προσέξαμε οι ανήσυχοι νέοι του ’60 δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης, Έκτακτη έκδοση Ιούλης 1965, Σελ. 6-7 και στην Πανσπουδαστική, Αριθ. τεύχους 49, Ιανουάριος 1966, Σελ. 2 (βλ. Κώστας Π. Παντελόγλου, Οι Ανήσυχοι Νέοι του ’60 ο Τύπος της Κοινωνικοπολιτικής Πρωτοπορίας και Πνευματικοί Άνθρωποι, Εκδόσεις Παντελόγλου, Αθήνα 2002, Σελ. 15-17). Εδώ προσθέτω ότι το ποίημα αυτό του Νικηφόρου Βρεττάκου στο πολιτικό μνημόσυνο του Σωτήρη Πέτρουλα (εκδήλωση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη στο θέατρο «Παρκ» στις 2 Αυγούστου 1965) απήγγειλε ο Μάνος Κατράκης:

Όταν ένας γελωτοποιός κυβερνά,
χρέος έχει ένας ποιητής αληθινός να μιλήσει.
Δικαίωμα έχει από ψηλά δοσμένο να ραπίσει
τους δήμιους, να παραμερίσει την κουστωδία, εκείνους
που όπως στα αρχαία χρόνια οι Βάρβαροι
δικαίωμα δεν έχουν κανένα στο χώμα μας,
και να πετάξει στον νεκρόν αυτόν ένα τριαντάφυλλο
σαν έναν όρκο στην Ελλάδα.
Γιατί αν ένας ποιητής
δεν έχει έργο του την αλήθεια, έργο δεν έχει τότε, ούτε
θέση κάτω απ’ τον ήλιο, τον λαμπρόν πατέρα,
που τροφοδότησε και στέγασε το Ελληνικό Πνεύμα∙ εκπίπτει τότε
και γίνεται ένα με τους εισβολείς βαρβάρους, τους τυράννους,
ένα με τους ανεύθυνους, τους πυροδότες
της πατρικής μας γης, που ό,τι φυτρώνει,
απ’ το χορτάρι ως το έλατο πάνω της, μεγαλώνει
θηλάζοντας κόκκαλα.
Εκείνοι που δώσαν
την διαταγή ανοιχτή να σε δολοφονήσουν,
αξίζουν όλοι τους μαζί πιο λίγο απ’ όσο αξίζει
μια τρίχα απ’ το κεφάλι σου. Δεν αντιπροσωπεύουν
ούτε μια στάλα ελληνικού αίματος. Δεν γνωρίζουν
πατριωτική γραφή να διαβάσουν τα αισθήματά σου

Παράσιτα είναι δίχως ρίζες. Στον πάνλαμπρο ανάμεσα
ήλιο μας, είναι: το σκότος κι ο φόνος.
Ξεναγοί των Ες-Ες στις ιερές μας λειψανοθήκες.
Εγκάθετοι του Πρυτανείου. Μόνιμοι λογχοφόροι
του Εσταυρωμένου. Κατάσκοποι της Ανάστασης.

Σε στραγγάλισαν όπως την όμορφη
στραγγαλίζουνε μοίρα της Χώρας μας – άρπαγες
που η παρουσία τους προσβάλλει ακόμη και τα ζώα μας
και μας μολύνει τον αγέρα. Όμως, ανδρείε, εμείς
γνωρίζουμε πόσο πιάνεις ξαπλωμένος στο χώμα.
Γνωρίζουμε τι στοίχισες για να γίνεις.
Γνωρίζουμε από ποιους αιώνες μακρυνούς ήρθες, μες από ποια
διαδοχικά μαρτύρια πέρασες. Είσαι το Έθνος.
Η Ελλάδα είσαι. Μέσα στην καρδιά σου,
σαν από δένδρο κάτω κάθεται ο Καραϊσκάκης
ο Διάκος και τα παλικάρια τους και τραγουδάει ο Σολωμός,
ενώ περιίπταται
του Ανδρέα Κάλβου ο αετός, αστραφτερός, απάνω τους.

Συ είσαι η Ελλάδα που σηκώνεται
να πατήσει στο βάθρο του πεπρωμένου της
με «ελευθερία» και «γλώσσα» και αξιοπρέπεια.
Συ είσαι η Ελλάδα που δολοφονούν
κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη, κάθε Πάσχα.
Η Ελλάδα που είναι ολόκληρη ένα ιερό
που οι πέτρες της όλες είναι εξαπτέρυγα.

Συ είσαι η Ελλάδα που δημοπρατούν
το αίμα της και το μέλλον της.
Που με τα μπουκωμένα τους στόματα, ασεβείς
και αναίσχυντοι συλητές, της βρωμίζουν
τ’ όνομα, το λευκόν ως άνθος. Εσύ είσαι!

Σε σένα οι δάφνες και τα δάκρυά μου κ’ οι στίχοι μου κ’ η ζωή μου.
Ό,τι πιο ωραίο στην Χώρα μας υπάρχει, τα βουνά μας,
ας σου γίνουν μνημείο και άγαλμα, γιατί,
δολοφονώντας κάθε μέρα το παρόν, δεν άφησαν
να γεννηθεί κανείς Φειδίας∙ γιατί το φως
το σκοτώνουν από βρέφος ακόμη,
βάζοντας χοίρους να θηλάζουν το βυζί της Πατρίδας

Τρέμουν τα λόγια μου σαν τον ήλιο και σαν τον αγέρα της.
Γιομάτοι από αγανάχτηση οι στίχοι μου κι από ελπίδα,
είναι, σαν της μάνας τα δάκρυα, δίχως ειρμό,
γιομάτοι αστραπές που συγκρούονται μέσα τους να φωτίσουν
τ’ ωραίο πρόσωπό σου. Γιατί όταν
ένας ποιητής μιλά, είναι η Πατρίδα ολόκληρη.
Ο Όλυμπος και ο Ταΰγετος μέσα μου συνοριάζουν∙
το Ιόνιο και το Κρητικό πέλαγος και το Αιγαίο∙
ο Περικλής και ο Μακρυγιάννης. Τα κοράκια κρώζουν
όσο ποτέ τους αιμοβόρα, όμως, εγώ, η Πατρίδα,
με μια φωνή, που όταν αυτοί θα ‘χουν χαθεί στην σκόνη
θ’ ακούγεται μες στους αιώνες ίδια, σου το λέω:
Για ό,τι έπεσες, ήταν αλήθεια.

Κώστας Π. Παντελόγλου