Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .31

φωτογραφία του Κώστα Παράσχου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Για την εικόνα της κατοχικής Πρωτεύουσας πολλά έχει προσφέρει με το έργο του Η Κατοχή, Εκδόσεις Ερμής, που κυκλοφόρησε το 1973, ο Κώστας Παράσχος, ο οποίος υπήρξε δημοσιογράφος της Πρωΐας με ερασιτεχνικό ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Ας διαβάσουμε όμως τι έχει γράψει σχετικά στο έργο του: “[…] Υπηρετούσα στον στρατό, όταν πραγματοποιήθηκε η επίθεση των Γερμανών. Επέστρεψα στην Αθήνα κάποιο πρωινό του Μάη [1941], όταν ήδη στην Ακρόπολη κυμάτιζε η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. […] Γύρισα κι εγώ στο δημοσιογραφικό μου γραφείο, στην Πρωΐα, όπου εργαζόμουν τότε, για να συνεχίσω την δουλειά μου. […] Η ζωή μας άλλαζε! […] Άρχισε σιγά-σιγά να οργανώνεται ο παράνομος τύπος, από επαγγελματίες κυρίως δημοσιογράφους, και η διαβίβαση πληροφοριών στους Συμμάχους και στην Κυβέρνηση που βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή. Άρχισε ταυτόχρονα η οργάνωση μικρών ομάδων αντίστασης και πληροφοριών από αξιωματικούς και πολίτες κάθε επαγγέλματος. Τότε – παράλληλα με εργασία μου και σε παράνομο τύπο – μου ήλθε η ιδέα για τις φωτογραφίες. Με μια μικρή φωτογραφική μηχανή άρχισα τη δουλειά μου. Δυσκολεύθηκα αρκετά να ξεπεράσω τις δυσκολίες που παρουσιάζονταν. Δεν έβρισκα φιλμς, δεν υπήρχαν μέσα για την εμφάνισή τους. Οι κατακτητές απαγόρευαν την λήψη φωτογραφιών […] Σ’ όλο το διάστημα της προσπάθειάς μου δεν συνεργάσθηκα με ομάδες και οργανωμένες κινήσεις. […] Η φωτογραφική μου μηχανή βρισκόταν πάντα στην πίσω τσέπη του πανταλονιού μου ή στην εσωτερική τσέπη της καμπαρντίνας μου. Έπαιρνα τα θέματα που είχαν ενδιαφέρον, κάθε τι που θύμιζε την Κατοχή και τις αλλαγές στη ζωή μας. Παράλληλα όμως φρόντιζα να πλουτίσω την συλλογή μου με τοπία και φιλικά πρόσωπα, ώστε, αν παρουσιαζόταν ανάγκη να δικαιολογήσω την δράση μου ως απλό ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη φωτογράφου, που παράλληλα με τον αγώνα για την επιβίωση και την βιοποριστική του εργασία, δεν μπορούσε να ξεχάσει την αγάπη του ορειβάτη και φυσιολάτρη στην φωτογραφία. Τραβούσα τις φωτογραφίες πολύ βιαστικά, κυριολεκτικά “στα κλεφτά” για να μη δίνω στόχο […] Στις φωτογραφήσεις μου δεν χρησιμοποιούσα φωτόμετρο και ειδικούς φακούς αν και θα μου ήταν τόσο χρήσιμα. Βασιζόμουνα μονάχα στην πείρα μου. Τις εμφανίσεις των φιλμς τις έκανα μόνος μου, τη νύχτα, χωρίς να έχω την κατάλληλη θερμοκρασία που χρειάζονται τα χημικά υγρά. […] Τα εμφανισμένα φιλμς τα έκρυβα κατόπιν, με κατάλληλη συσκευασία για να μη φθαρούν συνήθως στην στέγη του σπιτιού μου – ανάμεσα στην οροφή και στα κεραμίδια – και σε άλλα ασφαλή μέρη. Στο σημείο αυτό με βοήθησαν και μερικοί καλοί φίλοι, που δεν ήξεραν το περιεχόμενο των σφραγισμένων φακέλλων που τους έδινα. Συχνά τραβούσα τα ίδια θέματα, που τα διοχέτευα χωριστά στους διάφορους κρυψώνες, μήπως χαθεί κάποιο φιλμ, ώστε να μου μείνει το άλλο, πράγμα που αποδείχθηκε χρήσιμο. Σ’ όλα σχεδόν τα φιλμς έκανα τις εμφανίσεις χωρίς να κάνω και εκτυπώσεις. Εξετύπωσα τότε μόνο λίγες φωτογραφίες, όσες μου χρειάζονταν για ειδικούς σκοπούς. Μερικές φωτογραφίες τις εξετύπωση λίγο μετά τον Πόλεμο και τις υπόλοιπες πριν λίγους μήνες. Τράβηξα γύρω στις 800-850 φωτογραφίες ανάμεσα στο 1941 και 1944 από τις οποίες ξεχώρισα όσες δημοσιεύονται εδώ. […] Η εργασία μου δεν είναι ολοκληρωμένη. Είναι μια αμυδρά εικόνα […] των όσων υπέφερε ο Ελληνικός λαός από τους Ναζί και τους Φασίστες. Ασφαλώς μου διέφυγαν ενδιαφέροντα θέματα. […]” (βλ. ό.π. σελ. 7-11).

Για συμπλήρωση της εικόνας της Κατοχικής Πρωτεύουσας, χωρίς και πάλι να εξαντλούνται όλες οι πλευρές της, χρήσιμο είναι να δούμε τι λέει και τι δείχνει ο Κώστας Παράσχος στο έργο του Η Κατοχή για 3 πράγματα: 1) της μαύρης αγοράς τις υπαίθριες αγορές 2) τα υπαίθρια εστιατόρια και 3) τα καροτσάκια. Ας δούμε λοιπόν πρώτα τι μας λέει και τι μας δείχνει για της μαύρης αγοράς τις υπαίθριες αγορές: “Η μαύρη αγορά ξεκίνησε από ολόμαυρη για να εξελιχθεί κατόπιν, κατά κάποιο τρόπο, σε κοινό εμπόριο, με την διαφορά ότι ποτέ δεν βρέθηκε στα χέρια των κανονικών γνωστών εμπόρων, αλλά ανθρώπων που είχαν πρώτα άλλα επαγγέλματα και έκαναν δουλειές του ποδαριού. Οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν άγρια τον πελάτη. Πουλούσαν οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, σε τιμές που όριζαν και σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες. Άλλοι έκαναν δουλειές και με τους κατακτητές. […] Σ’ όλη την Αθήνα εμφανίστηκαν μικρές πρόχειρες αγορές, όπου εύρισκε κανείς ξύλα, κουκουνάρες, λάδι, λαχανικά, στάρι, καλαμπόκι, τσιγάρα και πολύ σπάνια καμιά κονσέρβα. Μεγάλοι προμηθευτές της μαύρης αγοράς ήταν και οι στρατιώτες Κατοχής. Οι ίδιοι οι μαυραγορίτες έδιναν τα είδη τους με ανταλλαγή οποιοδήποτε πράγματος […] προτιμούσαν να πληρώνονται σε είδος. Πολλά σπίτια άδειασαν από ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχαν. […]” (βλ. ο.π. σελ. 8) – Δεκατρείς φωτογραφίες που εικονίζουν το θέμα ακολουθούν. Ανάμεσά τους α) Πρόχειρη αγορά στην πλατεία Εξαρχείων β) Μαύρη αγορά τσιγάρων στην οδό Πανεπιστημίου γ) [Μικρά παιδιά] έμποροι τσιγάρων στην οδό Ακαδημίας δ) Στην οδό Αθηνάς ξεφορτώνει κάποιο [φορτηγό]. Γύρω υπάρχει … φρουρά για να μην αρπάξουν τα σακκιά οι σαλταδόροι ε) στ) Δέντρα που βρίσκονταν μετά το τέρμα Πατησίων. Τα δέντρα έπεσαν για να ζεστάνουν τους κατοίκους της Πρωτεύουσας. Τα ωραία πευκοδάση της Αττικής μεταβλήθηκαν σε καυσόξυλα ζ) Πριν πέσουν τα δένδρα μάζευαν τις κουκουνάρες που τις χρησιμοποιούσαν για μαγείρευμα (οδός Αθηνάς).

Και τώρα ας διαβάσουμε τι γράφει ο Κώστας Παράσχος στο έργο του Η Κατοχή για τα υπαίθρια εστιατόρια (και όχι μόνο): “Παράλληλα με τη μαύρη αγορά και τους εμπόρους του ποδαριού, εμφανίστηκαν τα υπαίθρια εστιατόρια. Τι πρόσφεραν στους πελάτες; Κάθε τι που μπορούσε να φαγωθεί ή μάλλον να μασηθεί. Ο πεινασμένος που διέθετε μερικά … εκατομμύρια τα έδινε ευχαρίστως για να φάει έναν κεφτέ με λίγο ψωμάκι. Ας δούμε όμως ορισμένα φαγητά της εποχής, που τα παρασκεύαζαν και στο σπίτι και στα υπαίθρια εστιατόρια. Ήταν καμωμένα ανάλογα με το κέφι και την έμπνευση του κατασκευαστή. Πάνω απ’ όλα κυριαρχούσε το πληγούρι, δηλαδή το κομμένο σιτάρι. Με το πληγούρι έφτιαχναν πιλάφι, σούπα, κεφτέδες, σπανάκι, χόρτα του βουνού, γεμιστές ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες και πιπεριές. Πολλά φαγητά παρασκευάζονταν και με τον χυλό που έδιναν τα συσσίτια. Μ’ αυτόν παρασκευάζονταν πίττες και χαλβάδες με ζαχαρίνη, σταφιδίνη, σταφιδόμελο ή χαρουπόμελο. Επίσης τα όσπρια των συσσιτίων – φασόλια και ρεβύθια – τα περνούσαν από κρεατομηχανή, για να γίνουν κεφτέδες και πίττες. Από τις πιο σημαντικές πρώτες ύλες ήταν οι σταφίδες και το σουσάμι, που κυρίως τα χρησιμοποιούσαν για γλυκά και παστέλι. Στην Κατοχή υπήρχε ευτυχώς άφθονο και καλό κρασί. Οι ταβέρνες είχαν αρκετή πελατεία, με τη διαφορά ότι σπάνια πρόσφεραν και φαγητό. Οι πελάτες κάτι κουβαλούσαν πάντα από το σπίτι τους για μεζέ. Πολλοί πολίτες αν έβρισκαν κάτι υποφερτό στα υπαίθρια εστιατόρια, το τύλιγαν στο χαρτί και το έπαιρναν για το σπίτι. Είχε παρουσιαστεί και ένα άλλο πρόβλημα. Δεν υπήρχε και χαρτί για περιτύλιγμα. Οι δισέλιδες ημερήσιες εφημερίδες και τα ολιγοσέλιδα περιοδικά δεν επαρκούσαν γι ανα καλύπτουν τις ανάγκες. Για να ικανοποιηθεί η ζήτηση πουλήθηκε ό,τι χαρτί βρέθηκε σε σπίτια και γραφεία. Πουλήθηκαν παλαιά αρχεία υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών, συμβολαιογράφων, εταιρειών, οργανισμών, δικηγόρων και άλλο πολύτιμο υλικό, από ανθρώπους που δεν ήξεραν την αξία του. Τα λεπτά χαρτιά των αρχείων και τ’ αντίγραφα τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τσιγάρων με λαθραίο καπνό. Τότε πουλήθηκε στην περιοχή της Κεντρικής Αγοράς και τμήμα του αρχείου του Ελευθερίου Βενιζέλου” (βλ. ό.π. σελ. 95) – Ακολουθούν έξι φωτογραφίες που δίνουν μορφή στο θέμα. Ανάμεσά τους α) Στο Μοναστηράκι, η πλατεία έχει μετατραπεί σε υπαίθριο εστιατόριο β) Στην πλατεία Εξαρχείων βασιλεύει η φουφού γ) δ) γυναικεία φροντίδα στα μαγειρέματα και την παρουσίαση των πιάτων σε υπαίθριο εστιατόριο επί πεζοδρομίου της Πρωτεύουσας.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου