Απόσπασμα αποσπάσματος όσα ακολουθούν, περιεχόμενα στο βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης (1980, πρόλογος: Jaques Lacarriere), αποσπάσματος που δημοσιεύτηκε στο “Διαβάζω” (τεύχος 115, 27 Μαρτίου 1985):
“Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα.
Λίγο πριν, είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ (1969).
Το παρισινό τοπίο βροχερό.
Περπατούσα ανάμεσα στις αγριοκαστανιές, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, και σκεφτόμουν πως εκείνη τη στιγμή ζούσα μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου.
Ο Σάμουελ Μπέκετ με περίμενε. …
Το διαμέρισμά του ήταν απλό. Ένα ξύλινο παλιωμένο γραφείο γεμάτο φακέλους. Και στους τοίχους απλά ράφια με τα βιβλία του.
Στεκόταν σιωπηλός ανάμεσα στα έργα του. Ένα πρόσωπο ασκητικό, βασανισμένο. Όπως και το έργο του. Κι όλα εκεί ταίριαζαν με την ασκητική του μορφή.
Μιλήσαμε πολλή ώρα σ’ αυτόν τον απέριττο χώρο.
Ένιωθα πως γύρω εκεί πλανιόταν κάποια από τα αγωνιώδη ερωτήματά του. Κάποιες από τις απελπισμένες αναζητήσεις του βαθιού νοήματος, που κρύβει η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στον κόσμο.
Ένιωθα ακόμα πως εκεί, σ’ εκείνον τον ασκητικό χώρο, η μοίρα του καιρού μας είχε παίξει έναν σημαντικό ρόλο για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Στο αποστεωμένο του πρόσωπο φαίνονταν καθαρά τα σημάδια μιας άγρυπνης συνείδησης. Και ο ίδιος δεν ήταν παρά όπως τα βιβλία του. Τον μάντευες μέσα από τη σιωπή του. Από τον βαθύ ανθρώπινο πόνο του.
“Ο πόνος υπάρχει στον κόσμο… Και ο άνθρωπος είναι ανίκανος να αποτρέψει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου”, είπε κάποια στιγμή.
Μια διανόηση που άγγιξε τις πιο βαθιές πληγές του σύγχρονου ανθρώπου. …”
Κώστας Π. Παντελόγλου