Image

“Ουκρανική άνοιξη”

Οι “Σκάλες του Ποτέμκιν” στην Οδησσό

Αρέσκονται ορισμένοι, αντί να επικεντρώνουν στο τι συμβαίνει από τριμήνου στην Ουκρανία, να αναφέρονται στο 2014, κάποιοι άλλοι στα πριν τα γεγονότα του 1989-1991 χρόνια. Θαρρώ χρήσιμο ωστόσο να δούμε τι έγραφε η δικιά μας, η Μαρία Καραβία, που φοίτησε στο Γυμνάσιο της Νέας Φιλαδέλφειας και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετικά καλή δημοσιογράφο και συγγραφέα, σε κείμενό της με τίτλο “Ουκρανική άνοιξη”, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή στις 2 Απριλίου 1995.

“Η κίνηση είναι μικρή στο λιμάνι της Οδησσού” – ξεκινά το κείμενό της η Μαρία Καραβία, και συνεχίζει: “Τα πλοία που ξεφορτώνουν εμπορεύματα, ελάχιστα. Ένα αραγμένο ιστιοφόρο τρικάταρτο μοιάζει σαν να γύρισε από ταξίδι στο παρελθόν. Οι γερανοί σιδερένιο δάσος, εποπτεύουν ασάλευτοι, ερασιτέχνες ψαράδες που ρίχνουν τις πετονιές τους στα βρώμικα νερά. Αργά και πού κάποια οχηματαγωγά χωρίς οχήματα, με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, πλευρίζουν στις αποβάθρες: “Ντμίτρι Σοστάκοβιτς”, “Αϊβαζόφσκι” ή όπως το πλωτό ξενοδοχείο που μας φιλοξενεί “Ταράς Σεβτσένκο”. Στην Ουκρανία γίνονται μαζικές ιδιωτικοποιήσεις αυτόν τον καιρό, πολυεθνικές και ελληνικές επενδύσεις. Το πλοίο που φέρει το όνομα του μεγαλύτερου ποιητή της χώρας είναι ποταμόπλοιο. Μετατράπηκε πρόσφατα σε ξενώνα τεσσάρων αστέρων από Ελβετική εταιρεία, για να καλύψει τις ελλείψεις των ξενοδοχείων της πόλης που υστερούν σε φαγητό, θέρμανση, ζεστό νερό. […]

Αδιάφορη γι’ αυτά η άνοιξη πλησιάζει τον Ουκρανικό νότο, κομίζοντας ίσως κάποια υπόσχεση για καλύτερες μέρες. Ακραγγίζει τα δέντρα στα μεγάλα πάρκα και τις δενδροφυτευμένες λεωφόρους της Οδησσού. Κοντά στη θάλασσα,στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος (Ελληνίδα, η Δαρεία Χαραλάμπους έχτισε εκκλησία το 1892), οι μοναχοί κλάδεψαν προσεκτικά το αμπέλι τους και τις αναρριχητικές κληματαριές που παράγουν λιγοστό κρασί, ίσα ίσα για την Αγία Μετάληψη. Εδώ κι εκεί ανθίζουν δειλά μενεξέδες. Χλιαρός ήλιος ζεσταίνει τις ροζ και φιστικιές ξεφτισμένες προσόψεις των σπιτιών, τρυπώνει από παράθυρα με βαριά γύψινα στολίδια στα σαλόνια των παλιών αρχοντικών, που με πρόχειρα χωρίσματα στεγάζουν τώρα δυο και τρεις οικογένειες. […]

Η μουσική κυκλοφορεί μαζί με τον κόσμο. Κι έχει κάτι από τη μελαγχολία του. Γέροι παίζουν παλιούς σκοπούς στους γωνίες για μερικές δεκάρες. […] Κάποιοι βιρτουόζοι ελπίζουν ότι η τέχνη τους θα πείσει τους φτωχούς να γίνουν φτωχότεροι. Και να τους ενισχύσουν με λιγοστά κουπόνια-χαρτάκια με πολλά μηδενικά που παριστάνουν τα χαρτονομίσματα σ’ έναν τόπο όπου ο πληθωρισμός τρέχει με τρελούς ρυθμούς και οι συναλλαγές γίνονται με δολάρια στη “μαύρη”. Οι οδηγοί συστήνουν στον επισκέπτη της Οδησσού μια βόλτα στη λεωφόρο Πριμόρσκι. Χαραγμένος ψηλά, στο φρύδι του βράχου, αυτός ο δρόμος έχει πανοραμική θέα στη θάλασσα και μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, απομεινάρια καιρών ακμής και ευημερίας. […] Σ’ αυτόν τον δρόμο βρίσκεται το επιμβλητικό μπαρόκ “Λοντόσκαγια”, παλαιό πολυτελές ξενοδοχείο αναστηλωμένο σήμερα, εμπλουτισμένο με “καζίνο”. Ποιοι παίζουν και με τι λεφτά; Στις πολυτελέστερες σουίτες των ξενοδοχείων της Κυανής Ακτής διαμένουν τώρα Ρώσοι μαυραγορίτες και μουσική ακούγεται ξανά. Μια υπέροχη, κρυστάλλινη φωνή τραγουδάει άριες. Οι περαστικοί κοιτάζουν τα παράθυρα των ωραίων σπιτιών, νομίζοντας ότι κάπου εκεί στεγάζεται κάποιο ωδείο. Στηριγμένη σ’ ένα παλαιικό φανοστάτη, τρααγουδάει μια μικροκαμωμένη γυναίκα ζητώντας διακριτικά ελεημοσύνη. Σ’ αυτό το σύντομο ταξίδι ήμασταν από τους τυχερούς που είδαμε καταγάλανη τη Μαύρη Θάλασσα και την πόλη λουσμένη σε ανοιξιάτικο φως. Αλλά ήταν ίσως αυτό που έδειχνε πιο τραγική την ένδεια. Ποιο σκληρό το δράμα του λαού που πληρώνει την απόσχισή του από τη Ρωσία με οικονομικό αποκλεισμό. […]

Τα χρώματα ξεθωριάζουν με το σούρουπο. Μερικοί ναύτες κατεβαίνουν σοβαροί τις σκάλες που γυρίστηκε το “Θωρηκτό Ποτέμκιν”. Από τα χαμηλά παράθυρα μπορείς να διακρίνεις ερειπωμένα εσωτερικά. Και κάπου κάπου ανθρώπους που διαβάζουν κολλημένοι σχεδόν στο ασθενικό φως ενός πορτατίφ.”Μη βλέπετε ρακένδυτους τους ανθρώπους”, είπε Έλληνας που ξέρει καλά την Οδησσό. Θα διαπιστώσετε ότι αξίζουν πολλά αν τους σκούσετε να μιλούν για ποίηση και φιλοσοφία”. Μια κυρία μας σταματάει στον δρόμο. Μας τραβάει από το χέρι. Γκρετσέσκαγια, λέει. Δεν καταλαβαίνουμε. Επιμένει. Μας δείχνει κάτι ψηλά. Στην πρόσοψη παλαιού σπιτιού, το τελευταίο φως της ημέρας φωτίζει πολύχρωμο ψηφιδωτό με σκηνή από την Ελληνική μυθολογία. Στο κέντρο χαμογελάει νεαρή θεά με το γαλήνιο πρόσωπο, σαν ν’ ατενίζει τον άνθρωπο και τη μοίρα του μ’ ελπίδα”.

ΥΓ. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.

Κώστας Π. Παντελόγλου