Image

Για τις Πόλεις στις “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα (απόσπασμα ενός κριτικού σχολιασμού του Δημήτρη Ραυτόπουλου)

tsirkasΌσα θα καταχωρήσω σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” απέσπασα από ένα κριτικό σχολιασμό του έργου του Στρατή Τσίρκα “Ακυβέρνητες Πολιτείες”, μ’ αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου βιβλίου της τριλογίας με τίτλο “Νυχτερίδα” – είχαν προηγηθεί η κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου με τίτλο “Λέσχη” (1960) και του δεύτερου με τίτλο “Αριάγνη” (1962).

Πριν προχωρήσω στην καταχώρηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος σημειώνω ότι ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στον κριτικό αυτό σχολιασμό του έργου του Στρατή Τσίρκα “Ακυβέρνητες Πολιτείες” έγραψε πως με το έργο τούτο η πεζογραφία μας ξεπερνούσε “το επίπεδο … που της καθόριζε το κοινωνικό μυθιστόρημα του (Κωνσταντίνου) Θεοτόκη, του (Γρηγορίου) Ξενόπουλου και της γενιάς του ’30 και ταυτόχρονα αξιοποιούσε βιώσιμα μορφικά διδάγματα του ξένου μυθιστορήματος από τον Προυστ, τον Ζιντ και τον Ρομαίν Ρολλάν ως το σημερινό Γαλλικό αντιρομάν, από την εξελιχτική συνέχεια του Αγγλικού μυθιστορήματος από τον Τζόυς ως τον Φώκνερ” – ενώ έκανε λόγο για πεζογράφο με γερή παιδεία που “ανέβαινε στην σύνθεση με τον ευλαβικό ζήλο και τον μόχτο του μάστορα, δουλεύοντας εξαντλητικά την αποσπασματικώτερη μορφή του διηγήματος, του πολύπτυχου ή μεγάλου διηγήματος και της νουβέλας, δουλεύοντας μεθοδικά ακόμα και την φιλολογική και ιστορική έρευνα”. Επίσης δε “αφομοιώνοντας όχι μόνο την νεοελληνική παράδοση της πεζογραφίας αλλά και την παγκόσμια”.

Αλλά ας έρθουμε τώρα στο προκείμενο, σ’ αυτά δηλαδή που γράφει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος για τις Πόλεις στις “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα, τα οποία έχουν ως εξής:

“… Υπάρχει σε δεύτερο πλάνο σ’ όλο το έργο ο κόσμος του τόπου, το ανθρώπινο όπως και το φυσικό τοπίο και η Πόλη, η Ιερουσαλήμ στην “Λέσχη”, το Αιγυπτιακό στοιχείο στην “Αριάγνη” καθώς και στην “Νυχτερίδα” ..

… οι Πολιτείες γίνονται όλο πιο προσιτές και μ’ ένα παράξενο τρόπο θα ‘λεγε κανείς ότι από βιβλίο σε βιβλίο γίνονται όλο και πιο γόνιμο έδαφος στην φαντασία, στην ευαισθησία του συγγραφέα.

Από την Ιερουσαλήμ της “Λέσχης”, που μας παρουσιάζεται σε ελάχιστες φευγαλέες όψεις – κάποιες στέγες, λίγοι δρόμοι, σπίτια, περίχωρα – μια ιδέα ύφους μόλις στην διψασμένη ματιά ενός ξένου, περνάμε στο Κάιρο της “Αριάγνης”, που τα μυστικά του παραβιάζονται με την άνεση και την οικειότητα του ντόπιου. Ύφος και ηθογραφία της Πολιτείας, ιδιαίτερες γωνιές, γειτονιές ο εφιαλτικός Λαβύρινθος, τα καφενεία των ντόπιων, το παζάρι. Τώρα με την “Νυχτερίδα”, βρισκόμαστε στην Αλεξάνδρεια κυρίως, που ζωντανεύει την φαντασία μας όσο καμμιά από τις προηγούμενες ακυβέρνητες Πολιτείες της τριλογίας. Γιατί σ’ αυτή την περιδιάβαση των βιωμάτων και της μνήμης έχει βάλει μεράκι ασύγκριτο ο συγγραφέας. Λίγες φορές, στην λογοτεχνία μας τουλάχιστον, μια Πολιτεία έχει δοθή μ’ αυτό το ενδιαφέρον σ’ ένα ρεαλιστικό όνειρο και ρεπορτάζ μαζί. Είναι η Αλεξάνδρεια του Λώρενς Ντάρρελ και του Καβάφη και προπαντός η Αλεξάνδρεια του Τσίρκα, η Πολιτεία που κάτι σημαίνει για τον άνθρωπο, όταν αυτός ξέρει να βλέπει. Πάνω της κρατάει την σφραγίδα των αιώνων και την άχνα από γενιές του Παροικιακού Ελληνισμού, από την προσπάθεια της ζωής τους. Μέσα από την πολεμική συσκότιση της νύχτας και του πανδαιμόνιο του εμπόλεμου στρατοπέδου την ημέρα η μνήμη ανασταίνει την αλλοτινή Πόλη με τον σεβντά μιας αφήγησης παλιάς ιστορίας, παλιάς ευτυχίας και καημού, ή με το παιδικό κι εφηβικό βίωμα, από την μαγεία ως την παρθενική αποκάλυψη. Θαυμάσια είναι η λιτότητα αυτής της τοπιογραφίας και ανθρωπογεωγραφίας. Βγάζει από την αμορφία σ’ ένα συμπαθητικό φως, ένα τοπωνύμιο, ένα δρόμο, ένα έθιμο, τον χαρακτήρα μιας γειτονιάς, το Ράμλι, τα παλιά τραμ, την πλαζ, το λιμάνι, τον σταθμό, την πολυκατοικία, τα “σύνορα” με την μπεντουβίνικη φυλή του Αμπέουα, τους αποκριάτικους δρόμους με τον ερωτικό ίμερο των μεθυσμένων στρατιωτών ή την υγρή νυχτερινή παραλία.

Ο Τσίρκας έχει ένα άσφαλτο τρόπο να μας μεταφέρει στις Πολιτείες του. Δεν είναι ούτε ο περιηγητής ούτε ο ξεναγός, μα ούτε και ο σκηνογράφος. Τις νοιώθουμε παρακολουθώντας τα τωρινά και τα παλιά τους βιώματα, την αίσθηση του χώρου”.

Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα έχουν δημοσιευθεί στην “Επιθεώρηση Τέχνης”, Αριθ. τεύχους 133-134, Γενάρης-Φλεβάρης 1966.

Κώστας Π. Παντελόγλου