Image

Μια βιβλιοκριτική του Κωνσταντίνου Ι. Μερεντίτη, Γυμνασιάρχη του εξαταξίου Γυμνασίου Ν. Φιλαδέλφειας, μετέπειτα Καθηγητή του Πανεπιστημίου των Αθηνών (Αφορώσα εργασία επί της ιστορίας της Ευρυτανίας) .1

Ο Κωνσταντίνος Ι. Μερεντίτης μεταξύ των μαθητριών της Η' τάξης του Γυμνασίου Νέας Φιλαδέλφειας, 18 Μαρτίου 1961
Ο Κωνσταντίνος Ι. Μερεντίτης μεταξύ των μαθητριών της Η’ τάξης του Γυμνασίου Νέας Φιλαδέλφειας, 18 Μαρτίου 1961

Το σχολικό έτος 1960-1961 Γυμνασιάρχης μας στο Γυμνάσιο της Ν. Φιλαδέλφειας ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Ι. Μερεντίτης, ο οποίος ήταν και καθηγητής μας στα φιλολογικά μαθήματα στην τελευταία τάξη, την ογδόη όπως την λέγαμε ακόμη τότε. Την επόμενη σχολική χρονιά 1961-1962 ανέλαβε να οργανώσει αυτοτελές εξατάξιο Γυμνάσιο στους Αγίους Αναργύρους (μέχρι τότε οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν παράρτημα του Γυμνασίου Ν. Φιλαδέλφειας). Λίγο αργότερα αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος Ι. Μερεντίτης Καθηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών.

Στο ξεκίνημα του έτους 1963 κι ενώ ήμουν τότε σπουδαστής της β’ τάξης της Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, αλλά και τακτικός αναγνώστης του περιοδικού επιστημονικής έρευνας “Σύγχρονα Θέματα”, βρέθηκα μπροστά σε μια βιβλιοκριτική με τον τίτλο “Πάνου Βασιλείου: Η Επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων επί Τουρκοκρατίας με σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Ευρυτανίας των μοναστηριών και των σχολών της, Αθήνα 1960″. Τον συγγραφέα της εργασίας τον είχα ακουστά· ό,τι είναι για την Ευρυτανία συναντά το ενδιαφέρον μου διότι υπήρξε η κατ’ εξοχήν Ελεύθερη Ελλάδα τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Κρίνων την εργασία αυτή ο Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της Ν. Φιλαδέλφειας και φιλόλογός μας Κωνσταντίνος Ι. Μερεντίτης που εν τω μεταξύ είχε γίνει Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών – τι άλλο θα έπρεπε να συντρέξει για να διαβάσω αυτή την βιβλιοκριτική; Την διάβασα λοιπόν, αν και σε άπταιστη καθαρεύουσα, και ωφελήθηκα και την “κουβαλώ” έκτοτε πάνω από 55 χρόνια. Την προτείνω γι’ αυτό και σε σας να τη διαβάσετε εδώ, στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” σήμερα και αύριο…

“Δια της νέας ταύτης εργασίας αυτού παρέχει ημίν ο κ. Βασιλείου νέον μεγαλειώδες δείγμα της ακαμάτου αυτού φιλοπονίας, της αυστηράς αυτού επιστημονικής ακριβείας και ευσυνειδησίας, του αμειώτου αυτού ενθουσιασμού μεθ’ ων χωρεί εκάστοτε εις την έρευναν, σπουδήν και μελέτην της Ευρυτανίας. Εν πάσαις ταις εργασίαις του κ. Βασιλείου έχει τις την αίσθησιν ευγενεστάτων συναισθημάτων στοργής και αφοσιώσεως, υφ’ ων βαθύτατα συνέχεται του συγγραφέως η ψυχή έναντι της ορεινής ταύτης και αγόνου ελληνικής επαρχίας και των σεμνών και υπερηφάνων εν τη πενία και ταις περιπετείαις αυτών κατοίκων αυτής. Τούτο δηλούται ευθύς εν αρχή του ανωτέρω βιβλίου, όπερ αφιερούται σε “όσους μόχθησαν χωρίς ιδιοτέλεια για το καλό, την πρόοδο και την ευημερία των κατοίκων της πολύπαθης Ευρυτανίας”.

Η Ευρυτανία, η ορεινή αύτη, ως είπον, και άγονος ελληνική επαρχία, εμφανίζει ημίν ανά τους αιώνας σειράν εικόνων υψηλόφρονος και γενναίας δράσεως εν τη περιοχή του τε πολιτικού και του πνευματικού βίου του λαού αυτής, όμως μέχρι τούδε ουδείς των εκ ταύτης προερχομένων επιστημόνων έλαβε την απόφασιν, όπως επιδοθή εις την παντοειδή και πλήρη ιστορικήν έρευναν της πατρίδος αυτού και παράσχη ούτως έργον επιστημονικόν, επάξιον και αιώνιον εγκώμιον της αρετής και του ηθικού μεγαλείου της περιοχής ταύτης, ως τούτο συνέβη επί άλλων ευτυχεστέρων επαρχιών της Ελλάδος. Τούτο θα ανεμένετο βεβαίως όπως προέλθη εκ μέρους των φιλολόγων κυρίως, οίτινες εν ταις επιστημονικαίς αυτών ερεύναις θα ηδύναντο ίσως όπως περιλάβωσι και την έρευναν του ιστορικού βίου της ιδιαιτέρας αυτών πατρίδος, όμως ομολογητέον ότι τοιούτον τι έργον παρέμεινε μακράν των ασχολιών αυτών. Ουδέ εμαυτόν απαλλάσσω την στιγμήν ταύτην της μομφής αδιαφορίας επί του προκειμένου και αδρανείας. Αναπολώ μόνον μετ’ ανακουφίσεως τα έτη των σπουδών μου εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, ότε τήδε κακείσε εδημοσίευσα σύντομα ή μακρότερα άρθρα αναφερόμενα εις την ιστορίαν της Ευρυτανίας, όμως το έργον τούτο παρέμεινεν στάσιμον και ατέλεστον, ει και πολλάκις κατά τας επιστημονικάς μου διατριβάς εν τω απεράντω και πλουσίω αγρώ της κλασσικής φιλολογίας ουχί σπανίως εχώρουν μέχρι των ορίων της φιλτάτης πατρίδος και ήκουον εκεί γνωρίμων φωνών πλειάδος ηρώων του πνεύματος και των όπλων. Κατά ταύτα λίαν παρήγορον όντως και άξιον ιδιαιτέρας εξάρσεως είναι το γεγονός ότι ο κ. Βασιλείου από πολλών ήδη ετών μετ’ ενθέου και αμειώτου ζήλου απεδύθη εις τον αγώνα της παντοειδούς ερεύνης και σπουδής του ιστορικού βίου της Ευρυτανίας. Καρπός μακρών μόχθων και μελετών εν ταις βιβλιοθήκαις και τοις αρχείοις δημοσίων ιδρυμάτων και μοναστηρίων και ακαμάτων περαιτέρω επιτοπίων ερευνών είναι η υπ’ αυτού συγκρότησις οικείων σοβαρωτάτων εργασιών, ων μόνον δώδεκα εξεδόθησαν. Μία των εργασιών τούτων: “Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός και οι σπουδαιότεροι μαθητές της σχολής των Αγράφων” εκδοθείσα εν Αθήναις τω 1957 ετιμήθη δι’ επαίνου υπό της Ακαδημίας Αθηνών.

Εν τω Προλόγω της προκειμένης εργασίας ποιείται λόγον ο κ. Βασιλείου περί επιγραφών εν τοιχογραφίαις εκκλησιών, περί σιγιλλίων, περί επιστολών επισκόπων και ιεροδιδασκάλων ή λογίων και αγωνιστών, περί χειρογράφων και αρχείων δημοσίων ή ιδιωτικών και περί άλλων γραμματολογικών στοιχείων, άτινα πάντα δια της εν αυτοίς γινομένης μνείας της “Επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων” ώθησαν αυτόν εις την συστηματικήν έρευναν και μελέτην της Επισκοπής ταύτης. Ουδέν αμαρτύρητον παρέχει ο κ. Βασιλείου. Πυκναί, πλούσιαι, ακριβείς και ευμέθοδοι είναι οι υποσημειώσεις, δι’ ων εκτενώς διασαφείται και κυρούται πάσα εν τω κειμένω παρεχομένη πληροφορία. Εκπλήττει όντως τον αναγνώστην η πολυμάθεια και η εμβρίθεια του συγγραφέως, η αξιοθαύμαστος αυτού (επι)δεξιότης περί την ευμέθοδον κατάταξιν των επιπόνως συναγομένων εκάστοτε πληροφοριών και η μετά σπανίας (επι)δεξιότητος κατόπιν του δέοντος επιστημονικού ελέγχου συναγωγή των οικείων πολυτιμωτάτων πορισμάτων άτινα λαμπρώς και πρωτοτύπως διαφωτίζουσι σπουδαιότατα ιστορικά γεγονότα της πατρίδος άγνωστα μέχρι τούδε. Ο κ. Βασιλείου, ζωγράφος και αυτός αφανής, πολλά ήντλησε προς συγκρότησιν της εργασίας αυτού και εκ της εκτενούς μελέτης της εν Ευρυτανία κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας εις σπουδαίαν ακμήν χωρησάσης αγιογραφικής τέχνης, ης σπουδαίοι εκπρόσωποι εγένοντο ο Διονύσιος ο εκ Φουρνάς, ο Γεώργιος Γεωργίου, ο Γεώργιος Αναγνώστου και άλλοι. Κατόπιν επιτοπίων σχετικών ερευνών και μακράς του οικείου υλικού μελέτης και επεξεργασίας πολλά αξιόλογα άρθρα εδημοσίευσεν ο κ. Βασιλείου, πάσα δ’ εκείνη η εργασία δεόντως ελεγχθείσα και συστηματικώς τακτοποιηθείσα ανέλαβε πλέον τον τύπον του επιστημονικού κατορθώματος, οίκον όντως είναι το εν λόγω βιβλίον. Εν τω Προλόγω ευρίσκει ο συγγραφεύς ευκαιρίαν όπως δι’ επαγωγής επισήμων εγγράφων, άρθρων και μελετών βεβαιώση την δεινήν κατάστασιν, εν η διατελούσι σήμερον τα χωρία της Ευρυτανίας εξ επόψεως οικονομικών ελλείψεων και αναγκών, συγκοινωνιακών δυσχερειών, ανεπαρκούς εκπαιδεύσεως, ελλείψεως διδακτηρίων και ούτω καθεξής.

Εν τω δευτέρω κεφαλαίω ποιείται ο κ. Βασιλείου σύντομον ανασκόπησιν της ιστορίας της Ευρυτανίας.

Παρέχει ημίν ο συγγραφεύς εν πρώτοις την ιστορίαν της Ευρυτανίας κατά τους προχριστιανικούς χρόνους, την ιστορίαν του Ευρύτου και της Οιχαλίας, των Ευρυτάνων εν γένει, των Δολόπων, των Απεράντων, των Αγραίων και ούτω καθεξής και βεβαιοί την ακρίβειαν εκάστης πληροφορίας δι’ επαγωγής πληθύος χωρίων εκ της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και (επι)δεξιωτάτου και ακριβεστάτου τούτων ελέγχου. Οι Ευρυτάνες υπήρξαν άριστοι πολεμισταί και υπερασπισταί της ελευθερίας. Πολλαχού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας γίνεται μνεία του θριάμβου των Ευρυτάνων κατά τον αγώνα αυτόν κατά των Γαλατών μεν εν τη θέσει “Κοκκάλια” Κρικέλλου και “Κόκκαλα” Ελλόβης, κατά των Βουλγάρων δε εν τη θέσει “Βουλγάρα” της Ευρυτανίας”.

Τελειώνω στο σημείο αυτό το πρώτο μέρος τους γραφτού με το θέμα του τίτλου – αύριο θα καταχωρήσω το δεύτερο μέρος.

Κώστας Π. Παντελόγλου