Η εκτεταμένη επιβολή έμμεσων φόρων και τελών από την άρχουσα τάξη, πρακτική που με ένταση ιδιαίτερη έχει προωθηθεί μετά την ένταξη της Ελλάδας στην με Γερμανική υπεροχή Ευρώπη, πρέπει να συναντά την εναντίωση των δυνάμεων που θεωρούν ότι βαδίζουν τους δρόμους της κοινωνικοπολιτικής πρωτοπορίας – και τούτο διότι έτσι οδηγείται σε πλήρη αναίρεση η συνταγματική αρχή ότι ο καθένας μετέχει στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών του.
Αναφερόμενος στους έμμεσους φόρους ο Β.Ι. Λένιν τον Μάρτιο του 1903 έγραφε:
“… Κάποτε ακούς να λένε πως οι έμμεσοι φόροι είναι οι πιο δίκαιοι: όσο αγοράζεις τόσο και πληρώνεις. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Οι έμμεσοι φόροι είναι οι πιο άδικοι φόροι … Ο πλούσιος θα πληρώσει από το εισόδημά του μικρότερο μερίδιο σαν φόρο παρά ο φτωχός … Γι’ αυτό οι έμμεσοι φόροι είναι οι πιο άδικοι.
Οι έμμεσοι φόροι είναι φόροι που τους πληρώνει η φτωχολογιά. Οι αγρότες και οι εργάτες μαζί αποτελούν τα 9/10 όλου του πληθυσμού και πληρώνουν τα 9/10 ή τα 8/10 όλων των έμμεσων φόρων, ενώ από το σύνολο των εισοδημάτων οι αγρότες και οι εργάτες δεν παίρνουν, ασφαλώς, παραπάνω από τα 4/10!
Οι σοσιαλδημοκράτες λοιπόν ζητούν την κατάργηση των έμμεσων φόρων και την καθιέρωση της προοδευτικής φορολογίας του εισοδήματος και των κληρονομιών. Αυτό σημαίνει πως όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο φόρος. … Τα πιο μικρά εισοδήματα … να μην φορολογούνται καθόλου. Οι πιο πλούσιοι να πληρώνουν τους πιο μεγάλους φόρους.
Μια τέτοια φορολογία θα ήταν πολύ πιο δίκαιη από τους έμμεσους φόρους. Γι’ αυτό και οι σοσιαλδημοκράτες επιδιώκουν την κατάργηση των έμμεσων φόρων και την καθιέρωση της προοδευτικής φορολογίας του εισοδήματος.
Αυτό όμως, όπως είναι φυσικό, δεν το θέλουν και αντιδρούν σ’ αυτό όλοι οι ιδιοκτήτες, όλη η αστική τάξη. Μονάχα η γερή συμμαχία της φτωχολογιάς του χωριού με τους εργάτες των πόλεων μπορεί ν’ αποσπάσει από την αστική τάξη την βελτίωση αυτή”.
Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα απέσπασα από τον έβδομο τόμο των Απάντων του Β.Ι. Λένιν, σελ. 169-171, Εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή”.