Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .1

Οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, μαζί φυσικά και εκείνοι της Νέας Φιλαδέλφειας, τι ξεκίνησαν να ζουν υπό την Κατοχή πλέον των Γερμανών;

Πρώτα υποδέχονται ή αναζητούν τους δικούς τους που πολεμούσαν στο Μέτωπο και τώρα γύριζαν σπίτια τους περπατώντας ολόκληρα εικοσιτετράωρα.

Μαζί τους όμως γύριζαν και άλλοι, που προορισμός τους δεν ήταν η Πρωτεύουσα και η Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά η Πελοπόννησος, η Κρήτη, άλλα νησιά του Αιγαίου.

Από τις πρώτες διαταγές των Γερμανών να μην κυκλοφορούν μετά τις 6 το απόγευμα οι φέροντες στρατιωτική στολή και να γίνει παράδοση των όπλων από τους κατόχους τους – ενώ η αστυνομική διεύθυνση Αθηνών, συν τοις άλλοις, εντέλλετο προς τα αστυνομικά τμήματα: “όπλα φρουρήσεων τραπεζών θα διατηρηθούν παρ’ αυτών, φυλασσόμενα επιμελώς και θα υποβληθεί ημίν υπεύθυνος δήλωσις της Τραπέζης” και “τα οπλοπωλεία θα κλείσουν αμέσως παρά του τμήματος γενικής ασφαλείας, αφού προηγουμένως καταγραφούν τα υπάρχοντα όπλα και θα φρουρηθούν”.

Μάθανε ακόμη πως ορκίσθηκε – όχι ωστόσο από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο – Κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου που είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση. Διάβασαν δε στην Πρωΐα της 9ης Μαΐου 1941 πεντάστηλο πυκνό πρωτοσέλιδό της σχετικά με τη συνθηκολόγηση.

Οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, μαζί και της Νέας Φιλαδέλφειας ασχολήθηκαν και με την καθημερινότητά τους, με πρώτη τους φροντίδα τη διερεύνηση της αγοράς και την προμήθεια τροφίμων, αλλά και την παρακολούθηση των σχετικών κυβερνητικών ανακοινώσεων.

Το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η εξαφάνιση αρκετών τροφίμων. Τα μπακάλικα δεν διέθεταν πολλά πράγματα. Λεμόνια και σκόρδα υπάρχουν σε αφθονία κι ακόμη αγκινάρες, κουκιά και χορταρικά στις λαϊκές αγορές.

Το ψωμί ξεκίνησε να δίνεται με το δελτίο, 100 δράμια το άτομο, ενώ εκείνες τις ημέρες καταργήθηκε το κουλούρι της μιας δραχμής – ο Κώστας Βάρναλης στο χρονογράφημά του στην Πρωΐα (βλ. το φύλλο της 9ης Μαΐου 1941, σελ. 1) εκφώνησε τον “επικήδειο” λέγοντας/γράφοντας μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: “Ένας παλιός και πιστός σύντροφος των Αθηνών και στις καλές και στις μαύρες ημέρες, το κουλούρι, απέθανε και εκηδέφθη χθες το πρωί. Ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος, μέσα στη γενική αγωνία του κόσμου κι ούτε δάκρυ δεν περίσσεψε για ν’ αποχαιρετήση τον παλιό φίλο, που μας υπηρέτησε κοντά ένα αιώνα, σχεδόν αμισθί! Το κουλούρι έχει μακρύ παρελθόν δεν έχει όμως περγαμηνές ευγενείας. Δεν είναι γραμμένο στο λίμπρο ντ’ όρο των προνομιούχων πλασμάτων. Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξεν “τέκνο του λαού”. Κι όμως η ζωή του αυτή εστάθηκε πάντα ηρωική. Αυτή η “κολλύρα” των αρχαίων, που έγινε “κουλούρα” και “κουλούρι” ή “κουλουράκι” σε μας και που πρέπει να γράφεται με δύο λάμδα (ας πρέπη όσο θέλει!) στάθηκε επί εκατό χρόνια ο συμπαραστάτης των Αθηναίων. “Ζυμαρικόν πλασμένον εις μορφήν μικρού κρίκου”, λένε τα λεξικά. Αλλά τι να περιμένεις από ένα λεξικό! Το σουσάμι δεν το αναφέρουν, το τραγανό ξεροψήσιμο δεν το προσέχουν, την ζεστή του μοσκοβολιά δεν την αισθάνονται. Κι όμως αυτός ο “κρίκος” έκλεισε μέσα του επί πολλές γενεές την κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Αυτό το ψωματένιο μηδενικό εστάθη το μέτρο της ηθικής αντοχής του λαού της Πρωτεύουσας – χωρίς καλαμπούρι. Στις ημέρες της φτώχειας ο ερωτευμένος φοιτητής κι ο άνεργος δουλευτής με μια πεντάρα αγοράζανε το ζεστό-ζεστό κουλούρι την ώρα που ο φούρνος το έβγαζε στην κυκλοφορία: το απόγεμα και τα μεσάνυκτα. Και με μιαν άλλη πεντάρα παίρνανε το εξαίσιο εκείνο κεφαλοτύρι, που έσταζε βούτυρο, κι έτσι δίνανε μια γερή βάση στις σωματικές τους δυνάμεις για τη συνέχεια της μάταιης ζωής. […]”.

Οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, μαζί και της Νέας Φιλαδέλφειας, διάβασαν τις εκπορευθείσες από το Υπουργείο Προνοίας πληροφορίες ότι “η λειτουργία των λαϊκών συσσιτίων συνεχίζεται κανονικώς χωρίς να έχη διακοπή ούτε μίαν ημέραν. Εξακολουθούν δηλαδή να διανέμωνται υπό της Κεντρικής Επιτροπής Συσσιτίων 170.000 μερίδες φαγητού ημερησίως εις την περιφέρειαν Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων” (βλ. εφημερίδα Η Βραδυνή, Τρίτη 29 Απριλίου 1941, σελ. 2).

Στην ίδια εφημερίδα και ίδια σελίδα διάβααν πως η παρά την Νομαρχίαν Αττικοβοιωτίας Επιτροπή Καταβολής Εφεδρικών Επιδομάτων θα εξακολουθήση την καταβολήν των επιδομάτων μέχρι της αποστρατεύσεως των εφέδρων” – ενώ στο Ελεύθερον Βήμα την ανακοίνωση αρμοδίας πηγής ότι “σπίρτα και σιγαρέττα υπάρχουν και συνεπώς ουδείς λόγος συντρέχει να αδημονεί το κοινόν. Αντιθέτως το κοινόν πρέπει να μην προβαίνη εις βεβιασμένας αγοράς σιγαρέττων διότι δημιουργεί αδικαιολόγητον έλλειψιν” (βλ. το φύλλο της 28ης Απριλίου 1941, σελ. 2).

Της προσοχής των κατοίκων της Πρωτεύουσας, και εκείνων της Νέας Φιλαδέλφειας, δεν διέφυγαν ορισμένα που γράφτηκαν σε κύρια άρθρα των εφημερίδων τις πρώτες μέρες της Κατοχής και είχαν έναν προσανατολιστικό χαρακτήρα, παρουσιασμένα ωστόσο και με σχετικό “καρύκευμα” Κατοχικής νομιμότητας για να περάσουν από τη Λογοκρισία.

Να τι διάβαζαν στο Ελεύθερον Βήμα στις 28 Απριλίου 1941, στην πρώτη σελίδα: “[…] την ζωή μας θα την φτιάξουμε μόνοι μας, εμείς, τα εκατομμύρια των Ελλήνων, που εμείναμε εδώ εις αυτήν την ρημαγμένην αλλά τόσον αγαπημένην ηλιόλουστον γωνίαν την οποίαν εμείς οι ίδιοι και γενεαί μακραί προγόνων μας εποτίσαμεν με το αίμα μας και τον ιδρώταν μας. Ας σφίξουμε στενώτερα την αλυσίδα της αλληλεγγύης μεταξύ μας. […] όποιος νομίζει ότι μέσα εις την δυστυχίαν των άλλων θα διατηρήση ανέπαφον την άνεσιν άλλων καιρών, όποιος νομίζει ότι θα μπορή να περνά αδιάφορον με την απαστράπτουσαν λιμουζίναν του δίπλα εις τα δεκανίκια που θα σφυροκοπούν τα πεζοδρόμια των ερειπωμένων πόλεων, […] αυτός δεν θα έχει θέσιν μεταξύ μας. Αυτός θα είναι προδότης του ιερώτατου αγώνος εις τον οποίον θα πρέπει όλοι μας να αποδυθούμε σήμερον. Του αγώνος της υπάρξεώς μας ως κοινότητος ανθρώπων που έχουμε τους ίδιους παλμούς, την ίδια καρδιά, την ίδια σκέψι, τις ίδιες φροντίδες. Να σας απαριθμήσουμε τα προβλήματα που θα ανακύψουν μπροστά μας; Αποκατάστασις συγκοινωνιών, περίθαλψις αναπήρων, χηρών και ορφανών, ανοικοδόμησις κατεστραμμένων πόλεων, οργάνωσις και επέκτασις εις το ανώτερον δυνατόν όριον των δυνατοτήτων της παραγωγής μας, ανακούφισις της δυστυχίας τόσων πληγέντων αδελφών μας. Ας σκύψουμε επάνω εις την αιματοβαμμένην μας γην με στοργήν και φροντίδα. Ας ανεγείρουμε επάνω εις τα ερείπια τις κατεστραμμένες μας πόλεις. Ας βαδίσουμε όλοι αδελφωμένοι τον ανηφορικόν δρόμον που η Μοίρα μάς έταξε. […]” (βλ. Ελεύθερον Βήμα, 28 Απριλίου 1941, σελ. 1. Υπογραμμίζω το γεγονός ότι το Ελεύθερον Βήμα συντασσόταν και κυκλοφορούσε με ιδιοκτησία και διεύθυνση επιτροπής του εργαζόμενου προσωπικού της).

Στην εφημερίδα Ακρόπολις το πρωί της Τρίτης 29 Απριλίου 1941 διάβαζαν άρθρο που συνιστούσε την ίδρυση Εθνικής Εταιρείας από έγκριτους πολίτες και ειδικούς, η οποία μ’ επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο να μελετήση τον τρόπο ανοικοδομήσεως του τόπου: “Θα είναι μία επανόρθωσις πολλών παραλείψεων, αν τώρα ο Αρχιεπίσκοπος αναλάβη την πρωτοβουλίαν μιας εθνικής εργασίας την οποίαν τόσον επιβάλλουν αι περιστάσεις”

Είχε θαρρώ τη σημασία της η πρόταση αυτή: πατούσε στο εθνικό παρελθόν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έγινε πριν ορκισθή η κυβέρνηση των στρατηγών της συνθηκολόγησης με πρωθυπουργό τον στρατηγό Τσολάκογλου. Το καθήκον των αξιωματικών του στρατού εκείνη την ώρα θα έπρεπε άλλο να ήταν, η συνέχιση του Πολέμου με άλλες μορφές. Το σημειώνει αυτό ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, και συνεχίζει: “Δεν είχε γίνει όμως καμιά προσπάθεια, ούτε σκέψη καν, από τις κυβερνήσεις του Πολέμου για την οργάνωση ενός τέτοιου ενδεχομένου. Ούτε κατά την κατάρρευση και τη φυγή του βασιλιά και της κυβέρνησης. […] Μόνο μερικοί μεμονωμένοι στρατιωτικοί είχαν συλλάβει την ιδέα της οργάνωσης ανταρτοπολέμου το 1941 εν όψει της καταρρεύσεως. […] Και ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος στο βιβλίο του 40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδας (Α’ σελ. 190) αναφέρει ότι στις 15 Απριλίου 1941 ο τότε ταγματάρχης Τζάτζαρης τού έκανε παρόμοια πρόταση: “Ο Τζάτζαρης εις συζήτησιν μαζί μου υπέδειξε την δυνατότητα να αυτοδιαλυθούμε και να αντισταθούμε στα βουνά. Του απήντησα: “Εσύ έχεις δίκαιον, αλλά τα βουνά δεν σηκώνουν όλο τον στρατό και αυτό χρειάζεται προπαρασκευήν”. Πάντως και τότε και τώρα (1960) διατυπώνω την εντύπωσίν μου σεβασμού της μνήμης διά τον ταγματάρχην τούτον, ο οποίος έθιγε ένα ζήτημα, το οποίο έπρεπε να είχε προβλεφθή” (βλ. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011, τόμος 1, σελ. 125-126).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text