Image

Η περίοδος 28 Οκτωβρίου 1940 έως 27 Απριλίου 1941 στη Νέα Φιλαδέλφεια .1

Είναι θαρρώ χρήσιμο, και όχι μόνο για τη γνώση της ιστορίας, να σταθούμε σε συμβαίνοντα στη Νέα Φιλαδέλφεια την περίοδο που σημειώνω στον τίτλο – η πρώτη ημερομηνία είναι εκείνη που επιτέθηκαν οι Ιταλοί φασίστες του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ελλάδα· η δεύτερη είναι εκείνη που τα Γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα, κάμπτοντας την αντίσταση των Ελληνικών στρατευμάτων, αλλά και εκείνων της Μεγάλης Βρετανίας που είχαν σπεύσει προς βοήθεια της Ελλάδας.

Η Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 δεν ξάφνιασε τους Φιλαδελφειώτες και τις Φιλαδελφειώτισσες, και όχι μόνο διότι η φασιστική μηχανή του Πολέμου είχε μπει σε κίνηση από την Ιταλία του Μουσολίνι ενάντια στην Αιθιοπία και η ναζιστική της Γερμανίας του Χίτλερ εναντίον της Πολωνίας (1 Σεπτεμβρίου 1939, που θεωρείται η ημερομηνία έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και διότι τον Δεκαπενταύγουστο του ’40 τορπιλίστηκε η “Έλλη” στην Τήνο και το γεγονός απεδόθη από όλους τότε στη φασιστική Ιταλία.

Το “έρχεται ο Πόλεμος” κυριαρχούσε στη σκέψη όλων. Άλλωστε τα μαθήματα αεραμύνης το υπογράμμιζαν, όπως και οι προσκλήσεις για σύντομη έστω εκγύμναση των αγυμνάστων.

Το καινούργιο, στις 28 Οκτωβρίου 1940 του ομόθυμου ΟΧΙ, ήταν η επιστράτευση ενός πλήθους κατοίκων και της Νέας Φιλαδέλφειας, των νεαρότερων φυσικά, καταρχήν, οι οποίοι με το χαμόγελο όπως όλοι οι επιστρατευμένοι, προσέρχονταν εκεί που είχε ορισθεί για να σταλούν στη συνέχεια στο μέτωπο.

Μαζί και ο πατέρας μου Παντελής Κ. Παντελόγλου – που η οικογένειά του πρόσφυγες εκ Κωνσταντινουπόλεως ήταν από τους πρώτους κατοίκους του Μικρασιατοπροσφυγικού Συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας -, ο οποίος πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου απ’ αρχής του Πολέμου 1940-1941 μέχρι και το τέλος αυτού.

Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μια παρέκβαση – αν και θαρρώ πως στο τέλος ο αναγνώστης δεν θα τη θεωρεί παρέκβαση, αλλά οργανικό μέρος αυτού του σημειώματος.

Ο βραβευμένος με Νόμπελ ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, που πήρε μέρος στον Πόλεμο του 1940-1941 ως ανθυπολοχαγός και στα έργα του “Άξιον Εστί” και “Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” συναντούμε το αποτύπωμα των εμπειριών του απ’ αυτή τη συμμετοχή, έδωσε με το έμπα της Ακαδημαϊκής χρονιάς 1962-1963 συνέντευξη στην Πανσπουδαστική, τεύχος 41, που αποδίδονταν τα δέοντα στο Έπος του Σαράντα – ρωτήθηκε λοιπόν, μεταξύ άλλων, και τούτο: “Τι ήταν εκείνο που σας συγκίνησε στο Έπος του Σαράντα;”.

Να πώς απάντησε: “… Ήταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα έπαιρνε την εκδίκησή του. Έτσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο αν ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήταν η Τυραννία, ήταν η μορφή του Άδικου που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει η Μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μέσα σε όλα, αυτή η “όμορφη αφροσύνη”, όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μια άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε τότε μια αναπαρθένευση τετριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώσανε και ξαναγεμίζανε από καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ως τότε τα φοβόμουν επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκάπηλων”.

Δεν ξεμπερδέψαμε φυσικά με το θέμα του σημερινού μας τίτλου. Πρέπει πολλά και σημαντικά ακόμη να πούμε, διότι σε δύο πράγματα κυρίως εμείς δεν συμφωνούμε: Πρώτον, με τις αποσιωπήσεις που συχνά διαπιστώνουμε και δεύτερον με την ιδιοτελή και την ιδιαίτερα ενοχλητική και παραμορφωτική κομματική χρήση της Ιστορίας…

Κώστας Π. Παντελόγλου

1 Comments Text