Image

Και πάλι για τις σπηλιές του Ποδονίφτη

Το … σκότος της σπηλιάς του Παπαλευτέρη, μέσα σε πυνκή βλάστηση στις όχθες του Ποδονίφτη. Από πάνω, το οικιστικό μας παρόν. Φωτογραφία Απρίλιος 2018

Η σπηλιά του Παπαλευτέρη ήταν, ήδη το 1928, όπως καταγράφει ο Δημήτριος Λαμπίκης. Αλλά η αναφορά του Λαμπίκη δεν είναι η μόνη αναφορά στη σπηλιά του Παπαλευτέρη.

Είκοσι χρόνια νωρίτερα από τότε και 110 χρόνια πριν από σήμερα, ο “Διαβάτης” γράφει στην εφημερίδα Εμπρός (26/9/1908):

“Ο Ποδονίφτης εκτός των άλλων εκπλήξεων, έχει, ως μανθάνω, και άντρον εις το οποίον δεν κατοικεί η η Καλυψώ, αλλά είς φιλόσοφος ιερεύς, ονομαζόμενος Παπά Λευτέρης, όστις λειτουργεί εις μίαν εκκλησίαν εκεί πλησίον. Ο Παπά Λευτέρης έχει διαρρυθμίσει το σπήλαιον εις ιδιόρρυθμον κατοικίαν, προ της οποίας εφύτευσε μικρόν λαχανόκηπον και δένδρα. Και ζη μόνος εκεί με τας σκέψεις και τον σκύλον του”.

Δύο μέρες μετά, ο “Διαβάτης” επιστρέφει στον Ποδονίφτη, στο πλαίσιο των περιηγήσεών του στην Αττική Γη, για να αποκτήσει άμεση γνώση του τι γίνεται, τέλος πάντων, με αυτή την εξωτική σπηλιά και τον ιδιόρρυθμο Παπαλευτέρη. Το χρονογράφημά του δημοσιεύεται και πάλι στο Εμπρός υπό τον τίτλο “Το Άντρον” (29/9/1908):

“Χθες εξέδραμα προς ανακάλυψιν του Παπά Λευτέρη περί του οποίου έγραφα προχθές. (…)

Εισήλθα μεθ’ ενός φίλου μου εις το παρόχθιον εστιατόριον και εκαθήσαμεν εις το υπόστεγον.

-Δεν μας λες, είπα εις τον ελθόντα να μας προσφέρη τας υπηρεσίας του, πού είνε η σπηλιά του Παπά Λευτέρη;

Αλλ’ ο υπάλληλος ήκουε πρώτην φοράν το όνομα τούτο. Ήτο νεοφερμένος εις τον Ποδονίφτην. Αλλά μία φωνή, η φωνή του καταστηματάρχου, ήλθεν έσωθεν να μας δώση την ζητουμένην πληροφορίαν:

-Να σας δείξω εγώ, κύριοι. (…) Μας έδειξε προς το άνω μέρος της κοίτης του ποταμού, πέραν μιας ανυψώσεως του εδάφους μίαν οροφήν.

-Βλέπετε αυτό το τρίγωνον; Κάτω απ’ αυτό το σπίτι στη γυροποταμιά είνε η σπηλιά του Παπά.

Διηυθύνθημεν προς το τρίγωνον, το οποίον μετ’ ολίγον ενεφανίσθη τετράπλευρον, περιβαλλόμενον υπό εξώστου χωρίς κιγκλίδωμα. Το σπίτι εκείνο ευρίσκετο εντός μεγάλου περιβόλου· υπ’ αυτό δε, εις την γυροποταμιάν, εφαίνετο μία πυκνή πρασινάδα. Εκεί θα ήτο το άντρον προς αναζήτησιν του οποίου εξήλθομεν και το οποίον εις την φαντασίαν μου είχε προσλάβει μυθικήν μορφήν. Τουτ’ αυτό συνέβαινε, φαίνεται, και εις την σκέψιν του φίλου μου, όστις εμουρμούριζε περικοπάς του Φενελώνος περί του άντρου της Καλυψούς.

Μακρόθεν είδαμεν ένα παπάν ανερχόμενον εις την όχθην, επί της οποίας μάς εφάνη υπερυψηλός. Αυτός θα είνε ο Παπά Λευτέρης. Κρίμα, έπρεπε να τον προφτάσωμεν εις το άντρον του!

Ο περίβολος περιέκλειε μετά της λευκής οικίας, μίαν άμπελον. Εις την είσοδον δε του περιβόλου μάς υπεδέχθησαν δύο σκύλοι υλακτούντες. Άνθρωπος δεν εφαίνετο κανείς. Μόνον σωρούς φιαλών είδαμεν υπό τον εξώστην, προκύψαντες υπέρ το περιτείχισμα.

-Εδώ θα είνε η κάβα του παπά, είπεν ο φίλος μου.

Κατέβημεν κάτω εις την πλαγιάν της όχθης. Τότε δε είδομεν να προβάλη εκ της υπερκειμένης ταράτσας μία μορφή νέου ανδρός.

-Εδώ είνε η σπηλιά του Παπά Λευτέρη; τον ηρωτήσαμεν.

-Μάλιστα, προχωρήσατε.

Επροχωρήσαμεν εις έν στενόν ισόπεδον το οποίον έσκεπον κληματαριές και δένδρα. Αλλ’ αντί του άντρου, το οποίον επεριμέναν ευρήκαμεν … μίαν απογοήτευσιν. Το θαυμάσιον άντρον του φιλοσόφου ιερέως ήτο μια προεξοχή βράχου, υπό την οποίαν μία μακρά ξυλίνη τράπεζα με ποτήρια και πινάκια επερίμενεν εύθυμον συντροφιάν. Το άντρον του Κηφισσού ήτο απλούν καταφύγιον εξοχικού εστιατορίου.

Το πλάτωμα πάνω από τη σπηλιά του Παπαλευτέρη, όπως είνα διαμορφωμένο σήμερα.

Ο παπά Λευτέρης δεν κατοικεί εκεί· και θα ήτο ανόητος αν εξέλεγεν ως κατοικίαν την υγράν εκείνην τρύπαν, δια να ζη ως τρωγλοδύτης εις εποχήν καθ’ ην τόσον έχει προοδεύση η αρχιτεκτονική. Ως άνθρωπος της εποχής του ο παπά Λευτέρης κατοικεί εις την υπερκειμένην οικίαν, της οποίας το άνω πάτωμα χρησιμοποιεί ως εξοχικόν εστιατόριον ο υιός του, ο νέος τον οποίον είδαμεν. Τον παπάν όμως δεν είδαμεν. Αλλά μας ήτο περιττός, αφ’ ότου είδαμεν ότι δεν κατοικεί εις την σπηλιάν”.

Ποιος είναι ο “Διαβάτης”, του οποίου η εξωτική προσδοκία καταρρέει; Μα φυσικά ο Ιωάννης Κονδυλάκης του “Πατούχα”, των “Αθλίων των Αθηνών” και του “Όταν ήμουν δάσκαλος” – ο επί εικοσαετία χρονογράφος του Εμπρός, που, πώς αλλιώς, διέβη βάδην τις γειτονιές της Αθήνας για να μπορεί να γράψει κάτι ενδιαφέρον γι’ αυτές…

Η σχετική απαξία του Κονδυλάκη για το τι συμβαίνει, τελικά, στη σπηλιά του Παπαλευτέρη θα πρέπει να εκτιμηθεί στη βάση αφενός της εξωτικής και μάλλον εξωαστικής προσδοκίας του κι αφετέρου της ανθρώπινης κλίμακας που περιγράφει – μπορεί στη σπηλιά να μη μένει ένας φιλόσοφος παπάς, αλλά αυτό που τον … ξενερώνει είναι ένα μοναχικό τραπέζι δίπλα στο ποτάμι, που δε θα το βρεις αν δεν το ξέρεις. Δεν είναι κι άσχημα.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες, στη σπηλιά του Παπαλευτέρη υπάρχουν και δύο ορύγματα. Ο ακριβής σκοπός τους αλλά και η εποχή που σκάφτηκαν δεν είναι επιβεβαιωμένος.

Βεβαίως, όπως είναι γνωστό, εκείνη την εποχή ο Ποδονίφτης όταν μπαίνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Αθηναίων πραγματικά βουλιάζει. Για το τότε τοπίο στην περιοχή που έμελλε να ιδρυθούν η Νέα Φιλαδέλφεια και η Νέα Χαλκηδόνα, θα επανέλθουμε.

π.