Image

Το Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν στα χρόνια της Κατοχής

Κάρολος Κουν

Όσα ακολουθούν είναι απόσπασμα από ένα κείμενο του Αλέξη Σολομού, γραμμένο στα αγγλικά και δημοσιευμένο το 1946 στο Λονδίνο από τον Τζων Λέμαν στην ετήσια έκδοση “New Writing and Daylight”, μαζί με ποιήματα του Σικελιανού, του Σεφέρη και του Ελύτη – τίτλος του κειμένου: “Πέντε Αθηναίοι Καλλιτέχνες (Κουν, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Ροντήρης, Κατερίνα)”, που μεταφρασμένο από τη Βασιλική Αλμπάνη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Λέξη”, τεύχος 170, Ιούλιος Αύγουστος 2002:

“Σε ένα σκοτεινό, υγρό δωμάτιο του Ωδείου της Αθήνας θα μπορούσες να ανακαλύψεις στα χρόνια της Κατοχής τον Κάρολο Κουν και τους μαθητές του να κάνουν πρόβες στον Ίψεν. …

Από αυτό το αποπνιχτικό δωμάτιο … ξεκίνησαν όλες οι παραγωγές του Θεάτρου Τέχνης, το οποίο αποτέλεσε στα χρόνια της Κατοχής την κυριότερη πνευματική τροφή που είχε να προσφέρει η Αθήνα.

Σε μια εποχή που το θέατρο ήτανε παραφορτωμένο με φτηνές κωμωδίες και γαλλικά μελοδράματα, σε μια εποχή που οι κριτικοί έγραφαν τις κριτικές τους πριν ακόμα δούνε το έργο και το κοινό έφευγε στα μέσα της παράστασης, η πρεμιέρα της “Αγριόπαπιας” έγινε σε μιαν ατμόσφαιρα γενικής έντασης. Οι άνθρωποι που γέμισαν το μικρό θέατρο και κατέκλυσαν τους τοίχους, τις πόρτες, τα σκαλοπάτια, κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί. Ήταν σαν να μην ανάσαινε κανένας. … Όταν έπεσε η αυλαία με τα στερνά λόγια του Δόκτορα Ρέλινγκ, που τον έπαιζε ο ηθοποιός Καλλέργης έχοντας την εμφάνιση ενός γέροντα Ίψεν, το θέατρο σείστηκε από τα χειροκροτήματα, οι μαθητές και οι νεαροί καλλιτέχνες στον εξώστη ζητωκραύγαζαν, οι κριτικοί δεν σάλεψαν από τη θέση τους.

Την “Αγριόπαπια” διαδέχτηκε περισσότερος Ίψεν, καθώς και Στρίντμπεργκ, Πιραντέλο, Γκόρκι, Μόλναρ· μετά μια αναπάντεχη μεσολάβηση της κωμωδίας του Σω “Το Πρώτο Έργο της Φάνυ” (ο Σω, ως Ιρλανδός, δεν κόπηκε από τη γερμανική λογοκρισία), και τέλος ο μελαγχολικός “Δρόμος του Καπνού” του Αμερικανού Κάλντγουελ, ανεβασμένος με τον τίτλο “Ένα Κομμάτι Γης”, από ένα “Γάλλο” συγγραφέα, τόπο δράσης το “Μεξικό” και χαρακτήρες Ισπανούς. Τα σκηνικά στο Θέατρο Τέχνης ήταν χάρτινα, τα κοστούμια ήτανε δανεικά από κάποια θεία ή από την γκαρνταρόμπα ενός μακαρίτη, οι ηθοποιοί ζούσαν με τον πενιχρότερο των μισθών· και ο ίδιος ο Κουν για πολλές μέρες στη σειρά επιβίωνε με σταφίδες και μόνο.

Η ατμόσφαιρα Kammerspiel δεν υπήρχε πάντα στη θεατρική δουλειά του Κουν. Εκτίμησε τους θεατρικούς θησαυρούς της ελληνικής εθνικής παράδοσης και ενδιαφέρθηκε να τους γνωστοποιήσει στο κοινό. Η νεότερη δουλειά του ήταν αφιερωμένη ιδιαίτερα στον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη και το κρητικό δράμα των μεσαιωνικών χρόνων. Η αγάπη του και οι γνώσεις που είχε πάνω στην καθημερινή τους πραγματικότητα και στον πλούτο του λαϊκού συναισθήματος τον έκαναν να ερμηνεύει το κλασικό δράμα μέσα από μια εντελώς σύγχρονη, εκλαϊκευμένη οπτική γωνία. Στον “Πλούτο” οι χωρικοί έπιναν ρετσίνα, άκουγαν μουσική από γραμμόφωνο και τραγουδούσαν ανατολίτικα τραγούδια. Ούτε καν δίστασε να παρουσιάσει τον ιερέα του Δία ντυμένο με άμφια ορθόδοξου ιερέα. Στην “Άλκηστη” η σκηνή θύμιζε το πρωτόγονο σκηνικό του Καραγκιόζη, και ο ήλιος ήταν ένα κομμάτι ντενεκές και κρεμόταν από ένα σχοινί.

Η θεατρική καριέρα του Κουν – από το 1935 που ξεκίνησε τη “Λαϊκή Σκηνή”, μέχρι το 1945…, έχοντας καταγράψει μόνο χρέη, υπήρξε πάντα μία σπουδαία πράξη θυσίας: της θυσίας του ατόμου για το σύνολο, της προσωπικής ζωής για την τέχνη. Ένας άνθρωπος του θεάτρου που αρνείται να είναι υπηρέτης του “ταμείου” είναι πάντοτε ένα ανώτερο παράδειγμα, κι ένας καλλιτέχνης που επιβιώνει τις μέρες της Κατοχής με μια δίαιτα από σταφίδες, για να μην εγκαταλείψει τον χιμαιρικό στόχο του, αποτελεί ήρωα μιας υψηλότερης μορφής αντίστασης”.

Κώστας Π. Παντελόγλου